Κεφάλαιο.Σελίδα.Τόμος | Γκομπ |
---|---|
19 Ο Βεελζεβούλ μιλάει για τη δεύτερη κάθοδό του στον πλανήτη Γη |
|
19.163.Α |
Έπειτα όμως από μια τρίτη μεγάλη καταστροφή, της οποίας θύμα υπήρξε πάλι ο ίδιος κακότυχος πλανήτης, εκείνη η ανθίζουσα χώρα σκεπάστηκε, μαζί με άλλες λίγο-πολύ εύφορες στεριές, από «Κασμανουνόμ», ή, όπως λένε, από «άμμο». Μετά από εκείνη την τρίτη ατυχία, η χώρα της Τικλιαμουίς ονομάστηκε για μεγάλες περιόδους «Έρημος της πείνας»· ακόμη και σήμερα, κάθε περιοχή αυτής της χώρας έχει κι ένα διαφορετικό όνομα και η περιοχή που κάποτε αποτελούσε το κέντρο της ονομάζεται «Καρακούμ», που θα πει «μαύρη άμμος». |
19.163.Α |
Εκείνα τα χρόνια, σ εκείνη την ήπειρο κατοικούσε και δεύτερη ομάδα τρίμυαλων όντων, τελείως ανεξάρτητη· και το τμήμα της ηπείρου Ασχάρκ όπου κατοικούσαν λεγόταν χώρα της «Μαραλπλεϊσίς». Αργότερα, τούτη η δεύτερη ομάδα, αφού με τη σειρά της διάλεξε ένα κεντρικό τόπο ύπαρξης, τον ονόμασε πόλη «Γκομπ», κι ολόκληρη η χώρα ονομάστηκε «Γκομπλανία». |
19.163.Α |
Κι εκείνη η περιοχή επίσης σκεπάστηκε από «Κασμανουνόμ»· και το άλλοτε ανθηρό κέντρο της ονομάζεται σήμερα απλώς «Έρημος Γκόμπι». |
20 Η τρίτη πτήση του Βεελζεβούλ στον πλανήτη Γη |
|
20.182.Α |
Στην τρίτη μου κάθοδο στον πλανήτη Γη, το σκάφος μας Ευκαιρία δεν κατέβηκε στην Κολχίδιο θάλασσα — τη σημερινή Κασπία — αλλά στη «Θάλασσα της Αφθονίας», όπως την ονόμαζαν εκείνη την εποχή. Πήρα αυτή την απόφαση, διότι τούτη τη φορά ήθελα να πάω στην πρωτεύουσα των όντων που αποτελούσαν τη δεύτερη ομάδα της ηπείρου Ασχάρκ — στην πόλη «Γκομπ», που βρισκόταν στις νοτιοανατολικές ακτές εκείνης της θάλασσας. |
20.182.Α |
Εκείνα τα χρόνια η «Γκομπ» ήταν μια μεγαλούπολη, φημισμένη σε όλο τον πλανήτη για τα βαρύτιμα «υφάσματα» και «κοσμήματα» που κατασκεύαζε. Απλωνόταν στις δύο όχθες των εκβολών ενός μεγάλου ποταμού, του· «Κέρια-Τσι», που πήγαζε από τα βουνά στα ανατολικά της χώρας, και χυνόταν στη «Θάλασσα της Αφθονίας». Στα δυτικά αυτής της θάλασσας χυνόταν ένας άλλος μεγάλος ποταμός που ονομαζόταν «Νάρια-Τσι». Τα όντα που ανήκαν στη δεύτερη ομάδα της ηπείρου Ασχάρκ ζούσαν κυρίως στις κοιλάδες αυτών των δύο μεγάλων ποταμών. |
20.186.Α |
Εκείνη η ομάδα των κυνηγών εξέλεξε αυτόν το σοφό ως αρχηγό τους, γιατί ήταν ο πιο συνετός· κι ακόμη αργότερα, τούτο το μέλος της μεγάλης εταιρίας Αχαλντάν παντρεύτηκε τη Ριμάλα, την κόρη ενός κυνηγού, δημιουργώντας έτσι τις καταβολές της δυναστείας της δεύτερης ομάδας της ηπείρου Ασχάρκ, ή όπως λέγεται σήμερα, της Ασίας. |
20.186-7.Α |
Πολύ αργότερα σχημάτισαν στα νοτιοανατολικά της θάλασσας ένα κέντρο ομαδικής ύπαρξης, που το ονόμασαν πόλη «Γκομπ». Και αυτή η πόλη έγινε ο κύριος τόπος διαμονής των αρχηγών τους, τους οποίους πρώτα αυτά τα όντα ονόμασαν «αυτοκράτορες». Η εξουσία του αυτοκράτορα ήταν κληρονομική και πήγαζε από τον πρώτο αρχηγό που είχαν εκλέξει, το σοφό εκείνο μέλος της εταιρίας των Αχαλντανών. |
20.188.Α |
Χάρη σ αυτά τα μέτρα, το μάσημα των σπόρων φάνηκε να ελαττώνεται στη χώρα της Μαραλπλεϊσίς. Αλλά γρήγορα κατάλαβαν ότι δεν ελαττωνόταν παρά μόνο επιφανειακά· στην πραγματικότητα ο αριθμός αυτών που μασούσαν αυξανόταν ασταμάτητα. Βλέποντάς το αυτό ο αυτοκράτορας Κονιουτσιόν αποφάσισε να τιμωρήσει ακόμη αυστηρότερα τους απείθαρχους· ενίσχυσε την επιτήρηση των υπηκόων του και έγινε δυο φορές πιο αυστηρός στην εκτέλεση των ποινών. Άρχισε να γυρίζει μέσα στη Γκομπ, ανακρίνοντας ο ίδιος τους ενόχους και επιβάλλοντάς τους διάφορες ποινές, ηθικές και σωματικές. |
20.188.Α |
Αλλά δεν μπορούσε να πετύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο αριθμός εκείνων που μασούσαν μεγάλωνε συνέχεια, τόσο μέσα στην πόλη της Γκομπ όσο και σε όλες τις περιοχές της επικράτειας, και καθημερινά τον πλημμύριζαν αναφορές από παντού. |
20.188.Α |
Έγινε λοιπόν φανερό ότι πάρα πολλά τρίμυαλα όντα, που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν υποκύψει σ αυτή τη συνήθεια, άρχιζαν τώρα να την δοκιμάζουν σπρωγμένα μόνο από «περιέργεια» — που είναι μια από τις ιδιαιτερότητες του ψυχισμού των τρίμυαλων όντων του πλανήτη που τόσο σου αρέσει — δηλαδή μόνο και μόνο για να γνωρίσουν το αποτέλεσμα αυτών των σπόρων, των οποίων η χρήση είχε απαγορευτεί και ο αυτοκράτορας την τιμωρούσε με τόση αυστηρότητα και επιμονή. |
20.192.Α |
Λοιπόν, παιδί μου, όταν έφτασα για πρώτη φορά στη χώρα Μαραλπλεϊσίς, όλα τα τρίμυαλα όντα ακολουθούσαν τη «Θρησκεία» που είχε οικοδομηθεί πάνω στο πρωτότυπο δόγμα για το οποίο σου μίλησα, κι αυτή η «θρησκεία» ανθούσε τότε σε όλο της το μεγαλείο. |
20.192.Α |
Ο σοφός αυτοκράτορας Κονιουτσιόν, που συνέλαβε τούτο το ευφυές δόγμα, είχε πια υποστεί το «ιερό Ρασκουάρνο»· μ άλλα λόγια, ήταν «νεκρός από πολύ καιρό». Αλλά η επινόηση του είχε τόσο καλά ριζώσει εκεί πέρα, εξαιτίας του αλλόκοτου ψυχισμού των ευνοουμένων σου, ώστε ούτε ένα ον σ ολόκληρη τη χώρα Μαραλπλεϊσίς δεν αμφέβαλλε για την ορθότητα της πρωτότυπης αλήθειας της. |
20.192.Α |
Από την πρώτη μέρα που έφτασα στην πόλη Γκομπ άρχισα κι εκεί να επισκέπτομαι τα ντόπια «Κααλτανέ», που τα λεγαν αυτή τη φορά «Τσαϊχανέ». |
20.192.Α |
Πρέπει να σου πω ότι το έθιμο των θυσιών, όπως το ασκούσαν εκείνο τον καιρό στη χώρα της Μαραλπλεϊσίς, δεν ανθούσε τόσο πλατιά όσο στη χώρα της Τικλιαμουίς. |
20.192-3.Α |
Άρχισα λοιπόν ν αναζητώ στην πόλη Γκομπ ένα ον με το οποίο θα μπορούσα να συνδεθώ φιλικά, όπως είχα κάνει στην πόλη Κουρκαλάι. Και δεν άργησα να βρω το φίλο που ζητούσα — αλλά, αυτή τη φορά, δεν επρόκειτο βέβαια για κάποιον αρχιερέα. |
20.193.Α |
Ο καινούργιος μου φίλος ήταν ιδιοκτήτης ενός μεγάλου «Τσαϊχανέ». Αν και συνδεθήκαμε, όπως λένε εκεί κάτω, με στενούς δεσμούς φιλίας, δεν αισθανόμουν γι αυτόν εκείνη την παράξενη «έλξη» που είχα νιώσει στην ουσία μου για τον αρχιερέα Αμπντίλ. |
20.193.Α |
Παρόλο που είχα πια υπάρξει για ένα μήνα στην πόλη Γκομπ, δεν είχα αποφασίσει τίποτα, ούτε και είχα κάνει κάτι πρακτικό για το σκοπό μου. Με συντροφιά τον Αχούν, δεν έκανα τίποτ άλλο από το να περιφέρομαι στους δρόμους της πόλης και να επισκέπτομαι τα διάφορα Τσαϊχανέ, μαζί κι εκείνο του νέου μου φίλου. |
20.194.Α |
Άρχισα να διαδίδω αυτή τη συμπληρωματική ιδέα με όλα τα δυνατά μέσα, αλλά, εννοείται, με μεγάλη σύνεση. Αρχικά χρησιμοποίησα, γι αυτό το σκοπό, το νέο μου φίλο, τον ιδιοκτήτη του Τσαϊχανέ. Πρέπει να πούμε ότι το Τσαϊχανέ του ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της πόλης και χρωστούσε τη φήμη του σε κάποιο κοκκινωπό ποτό που εκτιμούσαν πολύ τα όντα της Γης. Έτσι ήταν πάντοτε γεμάτο πελάτες και ανοιχτό μέρα-νύχτα. Εκεί ήταν ο τόπος συνάντησης όχι μόνο των κατοίκων της πόλης, αλλά και των ξένων επισκεπτών απ όλη τη χώρα της Μαραλπλεϊσίς. |
20.194.Α |
Ο νέος μου φίλος, ο ιδιοκτήτης του Τσαϊχανέ, πίστεψε τόσο πολύ στην επινόησή μου ώστε οι τύψεις δεν τον άφηναν σε ησυχία. Βασανιζόταν ασταμάτητα και μετανοούσε πικρά για την ασεβή στάση απέναντι στα όντα διαφορετικών μορφών, καθώς και για τον τρόπο που τα μεταχειριζόταν. |
20.194.Α |
Καθώς γινόταν από μέρα σε μέρα όλο και πιο ένθερμος ζηλωτής του δόγματός μου, όχι μόνο βοήθησε για να διαδοθεί από το δικό του Τσαϊχανέ, αλλά άρχισε από μόνος του να συχνάζει και στα άλλα Τσαϊχανέ της πόλης, για να κηρύττει εκεί την αλήθεια που τον έκαιγε. Δίδασκε στις πλατείες της αγοράς, και επισκεπτόταν πολύ συχνά γι αυτό το σκοπό, στα περίχωρα της πόλης Γκομπ, μερικούς από τους πολυάριθμους Άγιους Τόπους εκείνης της εποχής, που κι αυτοί ήτανε φυσικά αφιερωμένοι στη μνήμη κάποιου, ή προς τιμήν ενός γεγονότος. |
20.194.Α |
Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως οι αφηγήσεις από τις οποίες πηγάζει η πίστη, αναφορικά με κάποιον Άγιο Τόπο, προέρχονται συνήθως από ορισμένα γήινα όντα που ονομάζονται «ψεύτες». |
20.194-5.Α |
Η αρρώστια του «ψεύδους» είναι πολύ διαδεδομένη εκεί κάτω. Στον πλανήτη Γη λένε ψέματα, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Συνειδητά, όταν αποσκοπούν σ ένα οποιοδήποτε κέρδος από αυτό το ψέμα· και ασυνείδητα, όταν προσβάλλονται από μιαν αρρώστια που εκεί κάτω την ονομάζουν «υστερία». |
20.195.Α |
Ο ιδιοκτήτης του Τσαϊχανέ δεν ήταν ο μόνος που ασυνείδητα μου πρόσφερε βοήθεια. Πολλά άλλα όντα της πόλης Γκομπ, τα οποία είχαν γίνει εκείνο το διάστημα κι αυτά επίσης ένθερμοι οπαδοί της θεωρίας μου, ενώθηκαν μαζί του· και σύντομα όλα τα όντα της δεύτερης ασιατικής ομάδας άρχισαν να διαδίδουν με ζήλο την επινόησή μου και να την αποδεικνύουν οι μεν στους δε σαν μια αναμφισβήτητη «αλήθεια», η οποία τους είχε πια αποκαλυφθεί. |
20.195.Α |
Έβλεπε κανείς, για παράδειγμα, χαζομάρες αυτού του είδους: Ένας αξιότιμος και πλούσιος έμπορος της πόλης Γκομπ πηγαίνει ένα πρωινό στο μαγαζί του καβάλα στο γάιδαρό του· στο δρόμο ένα μπουλούκι από όντα ορμάει πάνω σ αυτόν τον αξιότιμο έμπορο, τον πετάει κάτω από τον γάιδαρό του και τον κάνει του αλατιού, επειδή λέει είχε τολμήσει να καθίσει πάνω σ ένα γάιδαρο· έπειτα με βαθύτατες χαιρετούρες, το πλήθος συνοδεύει το ζώο ως εκεί που θέλει να πάει. |
20.195.Α |
Σ άλλη περίπτωση, ένας ξυλοκόπος οδηγεί στην αγορά τη βοϊδάμαξά του φορτωμένη με ξύλα. Βρίσκεται κι αυτός στη στιγμή πεταγμένος κατά γης και κακοποιημένος, τα βόδια του τα ξεζεύουν με αβρότητα και τα αφήνουν να κάνουν βόλτες όπου τους αρέσει, ενώ τα ακολουθεί μια συνοδεία γεμάτη σεβασμό. Κι αν τύχει το πλήθος να συναντήσει την άμαξα σ ένα σημείο της πόλης όπου, αν την παρατούσαν, θα μπορούσε να εμποδίζει την κυκλοφορία, τότε οι ίδιοι οι πολίτες τη σέρνουν μέχρι την αγορά κι εκεί την εγκαταλείπουν στην τύχη της. |
20.196.Α |
Η επινόησή μου προκάλεσε επίσης μέσα στην πόλη Γκομπ την εμφάνιση απολύτως καινούργιων συνηθειών. Μια απ αυτές ήταν να βάζουν σε όλες τις πλατείες και σε όλα τα σταυροδρόμια της πόλης μια σκάφη, όπου όλοι οι κάτοικοι απόθεταν το πρωί τα καλύτερα εδέσματα του τραπεζιού τους για τους σκύλους και τ άλλα αδέσποτα ζώα· και το πρωί επήγαιναν με την ανατολή του ήλιου να πετάξουν στη Θάλασσα της Αφθονίας κάθε είδους τροφές για τα όντα που τα λένε «ψάρια». |
20.196.Α |
— Επιτρέψτε μου, Σεβασμιότατε, είπε διακόπτοντας ο πιστός γερο-Αχούν, που άκουγε με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον την ιστορία του Βεελζεβούλ. Θυμάστε, Σεβασμιότατε; Πόσες φορές δεν είχαμε προσκυνήσει, ακόμα κι εμείς οι ίδιοι, στους δρόμους της πόλης Γκομπ, όταν ακούγαμε κραυγές από όντα με διαφορετικές μορφές;» |
20.197-8.Α |
Έτσι, παιδί μου, τη στιγμή που ο Αχούν μας θύμισε, με τόση κακεντρέχεια, την κωμική θέση στην οποία μερικές φορές βρεθήκαμε, μιλούσαμε γι αυτήν ακριβώς τη συνήθεια που είχε εμφανιστεί εκεί κάτω, να δίνουν δηλαδή σημασία στις φωνές των όντων με διαφορετικές μορφές και ιδιαίτερα στη φωνή των «γαϊδουριών», τα οποία ήταν κάποτε πάρα πολλά μέσα στην πόλη Γκομπ. |
20.198.Α |
Είχε λοιπόν καθιερωθεί στην πόλη Γκομπ, όλοι όσοι άκουγαν τη φωνή ενός γαϊδάρου να αντηχεί, έπρεπε να πέσουν αμέσως να προσκυνήσουν και να ψάλουν ύμνους προς το Θεό τους και προς τα σεβαστά τους είδωλα. Πρέπει να προσθέσω ότι τα γαϊδούρια έχουν πολύ δυνατή φωνή και ότι το γκάρισμά τους ακούγεται από πολύ μακριά. |
20.198.Α |
Έτσι, λοιπόν, όταν περπατώντας στους δρόμους της πόλης Γκομπ, βλέπαμε πολίτες να προσκυνούν στο παραμικρό γκάρισμά ενός γαϊδάρου, προσκυνούσαμε κι εμείς για να μη ξεχωρίζουμε· και τώρα καταλαβαίνω πως η γελοία αυτή συνήθεια διασκέδαζε τότε πολύ τον καλό μας Αχούν. |
20.198.Α |
Με την πεποίθηση ότι είχα κατορθώσει να ξεριζώσω για πολύ καιρό, από τα όντα της δεύτερης ομάδας της ηπείρου Ασχάρκ, τη συνήθεια να προσφέρουν θυσίες, αποφάσισα να φύγω. Σκεφτόμουν όμως ότι έπρεπε οπωσδήποτε να επισκεφθώ κι άλλα μεγάλα κέντρα κατοικημένα από όντα της Μαραλπλεϊσίς, γι αυτό κι αποφάσισα να ανέβω την κοιλάδα του ποταμού «Νάρια-Τσι». |
20.198-9.Α |
Λίγο μετά από την απόφασή μου, πλεύσαμε, ο Αχούν κι εγώ, προς τις εκβολές αυτού του ποταμού. Σε κάθε στάση μας βεβαιωνόμασταν ότι τα όντα της πόλης Γκομπ είχανε κιόλας μεταδώσει όλες τις νέες συνήθειες και τις απόψεις τους σχετικά με την «προσφορά θυσιών», ότι αυτές καταστρέφουν την ύπαρξη όντων με διαφορετικές μορφές. |
21 Η πρώτη επίσκεψη του Βεελζεβούλ στις Ινδίες |
|
21.216-7.Α |
Ακριβώς όπως στην πόλη Γκομπ, άρχισα και στην Περλανία συμπληρώνοντας το θρησκευτικό τους δόγμα και διαδίδοντας την επινόησή μου με κάθε τρόπο. |
32 Ο υπνωτισμός |
|
32.131.Β |
Οι πρώτοι που διαπίστωσαν αυτή την ανώμαλη ιδιότητα του ψυχισμού τους ήταν τα σοφά όντα της πόλης Γκομπ, στη χώρα Μαραλπλεϊσίς· δημιούργησαν μάλιστα και έναν επιστημονικό κλάδο πολύ σημαντικό και ιδιαίτερα ακριβή, ο οποίος διαδόθηκε σε όλο τον πλανήτη τους με την ονομασία «επιστήμη των ανεύθυνων εκδηλώσεων της προσωπικότητας». |
40 Ο Βεελζεβούλ διηγείται πώς οι άνθρωποι έμαθαν και εν συνεχεία ξέχασαν τον θεμελιώδη κοσμικό νόμο του Επταπαραπαρσινόχ |
|
40.10.Γ |
Λοιπόν, ο εγγονός του αυτοκράτορα Κονιουτσιόν, που στέφθηκε με τη σειρά του αυτοκράτορας των όντων της ίδιας ομάδας, απόκτησε δύο αποτελέσματα αρσενικού φύλου, δίδυμα, που το πρώτο ονομάστηκε Τσουν-Κιλ-Τες, και το δεύτερο Τσουν-Τρο-Πελ. Στη χώρα Μαραλπλεϊσίς, η λέξη «Τσουν» σήμαινε «πρίγκιπας». |
40.11.Γ |
Το χρονικό διάστημα της προπαρασκευαστικής τους ηλικίας και τα πρώτα χρόνια της υπεύθυνης ύπαρξής τους τα πέρασαν στην πόλη Γκομπ, στη χώρα Μαραλπλεϊσίς· όταν όμως η χώρα τους άρχισε να σκεπάζεται από την άμμο, ακολούθησαν και οι δυο τους, τους μετανάστες που κατευθύνονταν προς την Ανατολή. |
40.11.Γ |
Η ομάδα των γήινων όντων, στις τάξεις της οποίας βρέθηκαν τα δίδυμα αδέλφια, οι μελλοντικοί εκείνοι μεγάλοι σοφοί, αφού έφυγε από τη Μαραλπλεϊσίς και διέσχισε τα υψίπεδα της Ανατολής, εγκαταστάθηκε τελικά στις ακτές μιας μεγάλης υδάτινης έκτασης. |
40.11.Γ |
Αυτά τα γήινα τρίμυαλα όντα σχημάτισαν αργότερα εκεί μια σημαντική κοινότητα, που τώρα ονομάζεται «Κίνα» και υπάρχει ακόμα και σήμερα. |
40.48.Γ |
Ο «παγκόσμιος Νιριουνοσιανός ήχος» είναι ο ήχος του οποίου οι δονήσεις χρησίμευαν κατά την αρχαιότητα ως «απόλυτες δονήσεις» της νότας «ντο» — όπως γίνεται και σήμερα από έναν πολύ περιορισμένο αριθμό ευνοουμένων σου, κυρίως στην Κίνα — για το κούρδισμα των οργάνων παραγωγής ήχων. |
40.48.Γ |
Να πώς διαπιστώθηκε η ύπαρξη αυτού του ήχου στον πλανήτη σου: |
40.48.Γ |
Ο πρώτος που τον ανακάλυψε ήταν ένα σοφό μέλος της εταιρίας των Αχαλντανών που ιδρύθηκε στην ήπειρο Ατλαντίδα, ο οποίος ήταν πρόγονος των δύο σοφών αδελφών, και αν θυμάσαι, συνάντησε κατά τύχη τους πρώτους κατοίκους της χώρας Μαραλπλεϊσίς, κι εκείνοι αμέσως τον έκαναν αρχηγό τους. |
40.48.Γ |
Εκείνα τα χρόνια, αυτό το σοφό ον της εταιρίας των Αχαλντανών εξακολουθούσε να παρατηρεί τα κάθε είδους κοσμικά φαινόμενα που προέκυπταν τόσο σ εκείνον τον πλανήτη όσο και αλλού, κι έτσι διαπίστωσε ότι, σε κάποια περιοχή αυτής της χώρας, πολύ κοντά στα μέρη που αργότερα χτίστηκε η πόλη Γκομπ, δύο φορές το χρόνο, μετά από κάποιες ατμοσφαιρικές διαταραχές, ο συγκεκριμένος ήχος ακουγόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. |