ΠερίληψηΟ Γκουρτζίεφ καθώς ξεκινάει την νέα του περιπέτεια — την συγγραφή βιβλίων — βάζει το δεξί του χέρι στην καρδιά και αρχίζει με την επίκληση που ήταν γνωστή ανέκαθεν στη γη και που στις μέρες μας διατυπώνεται με τα λόγια: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν», την οποία προφέρει πεντακάθαρα και μάλιστα με «πλήρη εκδήλωση του επιτονισμού». Αντί ν αρχίσει με τον καθιερωμένο πρόλογο αρχίζει απλά με μια προειδοποίηση που την διατυπώνει ως εξής: «Τα γραπτά μου θα εξαφανίσουν από τους περισσότερους αναγνώστες, μια για πάντα και όχι διαδοχικά, όπως αργά ή γρήγορα συμβαίνει στον καθένα — όλα τα πλούτη που κληρονόμησαν ή που απέκτησαν με δικό τους μόχθο, υπό μορφή «κατευναστικών ιδεών», οι οποίες το μόνο που κάνουν είναι να ζωντανεύουν μέσα τους πανέμορφες παραστάσεις από την τωρινή τους ζωή ή τα αφελή τους όνειρα για το μέλλον. Ομολογεί ότι παρόλο που δεν είναι επαγγελματίας συγγραφέας και αγνοεί τη γλώσσα του «καθωσπρέπει ύφους» και τα διάφορα είδη τεχνικής της λογοτεχνίας, οι περιστάσεις τον αναγκάζουν να γράψει όχι κάτι γλυκανάλατο αλλά σοβαρά και σημαντικά έργα. Καθώς αναρωτιέται αν θα πρέπει να γράψει στα Ρωσικά, στα Αρμένικα, στα Αγγλικά ή στα Ελληνικά, εκθέτοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που έχουν αυτές οι γλώσσες για να εκφράσει κανείς σύγχρονες ιδέες, αποφασίζει τελικά να δράσει σύμφωνα με το ρητό της λαϊκής σοφίας που μεταδόθηκε μέχρι τις μέρες του με τα λόγια: «Το ραβδί έχει πάντα δύο άκρες» και εξηγεί το βαθύ νόημα αυτού του ρητού. Στην συνέχεια καθώς αναπτύσσει το ζήτημα των σύγχρονων γλωσσών, αναφέρει μια πληροφορία που έμαθε τυχαία, ότι δηλαδή κατά την αρχαιότητα κάθε άνθρωπος που θεωρείτο «συνειδητά σκεπτόμενος» γνώριζε ότι οι άνθρωποι έχουν δύο είδη σκέψης: από την μία, τη διανοητική σκέψη, η οποία εξωτερικεύεται με λέξεις που πάντα έχουν νόημα σχετικό και από την άλλη, ένα είδος σκέψης που προσιδιάζει σε όλα τα ζώα καθώς και στον άνθρωπο, που το ονομάζει «μορφολογική σκέψη». Συμβουλεύει τον αναγνώστη να σκεφτεί σοβαρά πριν αρχίσει την ανάγνωση των όσων εκθέτει στη συνέχεια, για να μην πάθει ότι έπαθε κάποιος Κούρδος από την Υπερκαυκασία, την ιστορία του οποίου την άκουσε όταν ήταν πολύ μικρός και την διηγείται με κάθε λεπτομέρεια, επειδή έχει ήδη αποφασίσει να κάνει από το «τζίμους» αυτής της ιστορίας μία από τις βασικές αρχές της νέας λογοτεχνικής μορφής που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για να πετύχει το σκοπό τον οποίον επιδιώκει με το καινούργιο του επάγγελμα. Πληροφορεί τον αναγνώστη ότι θα εκθέσει τις ιδέες του με τέτοια τάξη και λογική αντιπαράθεση ώστε η ουσία ορισμένων πρακτικών εννοιών να μπορεί αυτόματα να περάσει από αυτήν την «συνειδητότητα του ξύπνιου», την οποία οι περισσότεροι από τους σύγχρονους ανθρώπους, από άγνοια θεωρούν σαν την αληθινή συνειδητότητα, (ενώ ο ίδιος διαβεβαιώνει και αποδεικνύει πειραματικά ότι είναι μία φαντασίωση) σ αυτό που ονομάζουμε «υποσυνείδητο», το οποίο θα έπρεπε να είναι η αληθινή ανθρώπινη συνειδητότητα και ότι αυτό το πρώτο κεφάλαιο, το οποίο πρέπει να χρησιμεύσει ως γενικός πρόλογος θα το συντάξει με τέτοιο τρόπο που να μπορεί να αγγίζει και να «αναταράζει» τις όσες αντιλήψεις βρίσκονται συσσωρευμένες και στις δύο συνειδητότητες του κάθε αναγνώστη, με τρόπο που να εξυπηρετεί τον σκοπό του. Μέσα από τρεις διαφορετικές ιστορίες που αφηγείται, αναδεικνύεται ότι η ιδιότυπη προσωπικότητά του δομήθηκε πάνω σε τρία συγκεκριμένα στοιχεία που παγιώθηκαν μέσα του κατά την διάρκεια της προπαρασκευαστικής του ηλικίας.. Το πρώτο στοιχείο παγιώθηκε μέσα του όταν η γιαγιά του λίγο πριν πεθάνει του είπε: «Εσύ... ο πρωτότοκος από τους εγγονούς μου! Άκου... και να θυμάσαι πάντοτε τα τελευταία μου λόγια: στη ζωή, ποτέ να μην κάνεις τίποτε όπως το κάνουν οι άλλοι». Το δεύτερο στοιχείο παγιώθηκε μέσα του εξαιτίας ενός δοντιού που του έσπασε ένας «αλητάκος» και αφορά: «την τάση να ψάχνει τα αίτια για κάθε ασυνήθιστο «πραγματικό γεγονός». Το τρίτο στοιχείο παγιώθηκε μέσα του λόγω της φράσης «Όταν το γλεντάς γλέντα το με τα ταχυδρομικά μαζί», την οποία ξεστόμισε κάποιος μεθυσμένος, που του ήταν τελείως άγνωστος, κάποιος έμπορος «τύπου Μόσχας». Πληροφορεί τον αναγνώστη ότι βάζοντας σε εφαρμογή αυτήν την τελευταία ψυχο-οργανική αρχή δεν θα ακολουθήσει τη συνήθεια που έχουν όλοι οι συγγραφείς να παίρνουν σαν θέματα γεγονότα που συμβαίνουν στην Γη, αλλά θα πάρει ως κλίμακα των γεγονότων που θα γράψει ολόκληρο το Σύμπαν. Για βασικό ήρωα θα διαλέξει τον κ. Βεελζεβούλ με όλα όσα Εκείνος αντιπροσωπεύει για τον καθένα Αν και διαπίστωσε εκ των προτέρον ότι αυτό το πρώτο κεφάλαιο θα προκαλέσει στην συνολική παρουσία του αναγνώστη «κάτι» το οποίο θα δημιουργήσει αυτόματα μία ορισμένη εχθρότητα για τον ίδιο, και νιώθει πρόσκαιρα μία ασυνήθιστη ταραχή και πόνο στο Ηλιακό πλέγμα, όλα αυτά υποχωρούν καθώς θυμάται και αναδιηγείται την ιστορία του Καραμπέτ από την Τυφλίδα. Κλείνει το πρώτο εισαγωγικό κεφάλαιο με την υπογραφή του: Αυτός που στα παιδικά του χρόνια τον έλεγαν «Τατάχ», όταν ήταν νεαρός «Αράπη», αργότερα «Μαύρο Ελληνα», στα χρόνια της ωριμότητάς του «Τίγρη του Τουρκεστάν», και ο οποίος σήμερα δεν είναι όποιος και όποιος, αλλά ο γνήσιος «Κύριος» ή «Μίστερ» Γκουρτζίεφ, ή ο ανηψιός του «Πρίγκηπα Μουχράνσκι», ή τέλος, απλούστατα: Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ |
|
Κεφάλαιο.Σελίδα.Τόμος | |
---|---|
1.1.Α |
ΑΝΑΜΕΣΑ στις πεποιθήσεις που σχηματίστηκαν στο «σύνολο της παρουσίας» μου κατά τη διάρκεια της υπεύθυνης ζωής μου, που συγκροτήθηκε παράδοξα, υπάρχει και μια ακλόνητη πεποίθηση, σύμφωνα με την οποία, όλοι οι άνθρωποι — όποιος κι αν είναι ο βαθμός ανάπτυξης της κατανόησής τους και με όποιον τρόπο κι αν εκδηλώνουν τους παράγοντες οι οποίοι δημιουργούν στην ατομικότητά τους κάθε λογής ιδανικά — δοκιμάζουν, παντού και πάντα πάνω στη γη, κάθε φορά που αναλαμβάνουν ένα νέο εγχείρημα, την επιτακτική ανάγκη να προφέρουν μεγαλόφωνα, ή τουλάχιστο νοερά, μια επίκληση, κατανοητή απ όλους, ακόμα και από τους πιο αγράμματους, που το περιεχόμενο της ποικίλλει από εποχή σε εποχή και που στις μέρες μας διατυπώνεται με τα λόγια: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν». |
1.1.Α |
Έτσι, τώρα που ξεκινώ αυτή την εντελώς καινούργια για μένα περιπέτεια — τη συγγραφή βιβλίων — αρχίζω κι εγώ με την επίκληση αυτή, που την προφέρω πεντακάθαρα, και μάλιστα, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Τουλουζίτες, με «πλήρη εκδήλωση του επιτονισμού»· και, βέβαια, στο μέτρο που το επιτρέπουν τα στοιχεία τα οποία έχουν ήδη σχηματιστεί στο σύνολο της παρουσίας μου και που έχουν ριζώσει βαθιά μέσα της· εκείνα δηλαδή τα στοιχεία που σχηματίζονται στη φύση του ανθρώπου κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής του ηλικίας και που καθορίζουν αργότερα, κατά τη διάρκεια της υπεύθυνης ζωής του, το χαρακτήρα και τη ζωογόνο δύναμη αυτού του επιτονισμού. |
1.1-2.Α |
Μ ένα τέτοιο ξεκίνημα, μπορώ να έχω το κεφάλι μου ήσυχο και, θα πρεπε μάλιστα, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των συγχρόνων μας περί «θρησκευτικής ηθικής», να είμαι μαθηματικά βέβαιος ότι, από δω και πέρα, όλα θα πάνε «ρολόι» με την καινούργια μου ενασχόληση. |
1.2.Α |
Αρχίζω, λοιπόν, με τον τρόπο αυτό· και, όσο για τα υπόλοιπα, «θα δούμε», όπως είπε και ο τυφλός. |
1.2.Α |
Πρώτα-πρώτα, βάζω το ίδιο μου το χέρι, και μάλιστα το δεξί — το οποίο, αν και τραυματίστηκε ελαφρώς σ ένα ατύχημα που είχα τελευταία, παρόλα αυτά είναι ολόδικό μου και δεν μ έχει προδώσει ποτέ σε όλη μου τη ζωή — το βάζω λοιπόν στην καρδιά μου, επίσης στη δική μου καρδιά (εδώ δεν θεωρώ απαραίτητο να επεκταθώ στο θέμα της σταθερότητας ή της αστάθειας αυτού του μέρους του Όλου μου), και ομολογώ ειλικρινά ότι, εγώ προσωπικά, δεν έχω καθόλου όρεξη για γράψιμο. Με αναγκάζουν όμως περιστάσεις, ανεξάρτητες από μένα, που δεν ξέρω ακόμα αν είναι τυχαίες ή αν δημιουργήθηκαν σκόπιμα από ξένες δυνάμεις. Το μόνο που ξέρω είναι ότι οι περιστάσεις αυτές με υποχρεώνουν να γράψω, όχι κάτι «γλυκανάλατο» που θα το διάβαζε κανείς για να τον πάρει ο ύπνος, αλλά σοβαρά, σημαντικά έργα. |
1.2.Α |
Τέλος πάντων· αρχίζω… |
1.2.Α |
Αλλά με τι να αρχίσω; |
1.2.Α |
Διάβολε! Μπας και μου ξανάρθει αυτή η τόσο παράξενη και δυσάρεστη αίσθηση που είχα πριν από τρεις εβδομάδες, καθώς επεξεργαζόμουν στο νου μου τη διάρθρωση και τη διάταξη των ιδεών που είχα αποφασίσει να διαδώσω, χωρίς ούτε και τότε να ξέρω πώς να αρχίσω; |
1.2.Α |
Την αίσθηση εκείνη δεν θα μπορούσα να την περιγράψω παρά μόνο με τούτα τα λόγια: «ο-φόβος-μην-πνιγώ-από-το-ξεχείλισμα-των-ίδιων-μου-των-σκέψεων». |
1.2.Α |
Για να σταματήσω τη δυσάρεστη αυτή αίσθηση, θα μπορούσα να είχα καταφύγει στην ολέθρια εκείνη τάση που έχω, όπως και όλοι οι σύγχρονοί μου — αφού μας έχει γίνει δεύτερη φύση — να τα «αναβάλλουμε όλα για αύριο», χωρίς να νιώθουμε την παραμικρή τύψη. |
1.2.Α |
Και θα το είχα κάνει άνετα, γιατί είχα ακόμα χρόνο μπροστά μου· αλλά σήμερα, αχ! αυτό δεν γίνεται πια και πρέπει δυστυχώς, θέλοντας και μη, ο «κόσμος να χαλάσει», όπως λένε, να στρωθώ στη δουλειά. |
1.2.Α |
Αλήθεια, όμως, να αρχίσω με τι; |
1.2.Α |
Ζήτω!… Εύρηκα!… |
1.3.Α |
Όλα σχεδόν τα βιβλία που έτυχε να διαβάσω στη ζωή μου άρχιζαν μ έναν πρόλογο, θα πρέπει λοιπόν, κι εγώ, ν αρχίσω με κάτι ανάλογο. |
1.3.Α |
Και λέω «με κάτι ανάλογο», γιατί ποτέ, σε όλη μου τη ζωή, σχεδόν από τη στιγμή που έμαθα να ξεχωρίζω τα αγόρια από τα κορίτσια, δεν έκανα τίποτα, απολύτως τίποτα, με τον τρόπο που το κάνουν οι δίποδοι όμοιοί μου, οι καταστροφείς των δώρων της Φύσης· έτσι, πρέπει και τώρα — είναι για μένα θέμα αρχής, άλλωστε — να γράψω διαφορετικά από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα. |
1.3.Α |
Αντί να αρχίσω με τον καθιερωμένο πρόλογο, θα αρχίσω απλώς με μια προειδοποίηση. |
1.3.Α |
Το να αρχίσω με μια προειδοποίηση θα είναι πολύ σωστό εκ μέρους μου, για το λόγο και μόνο ότι αυτό δεν αντιβαίνει σε καμία από τις αρχές μου, οργανικές, ψυχικές ή και «εκκεντρικές». Συνάμα θα είναι έντιμο, μιλώντας αντικειμενικά εννοείται, γιατί προβλέπω με απόλυτη βεβαιότητα, όπως και όλοι όσοι με γνωρίζουν από κοντά, ότι τα γραφτά μου θα εξαφανίσουν από τους περισσότερους αναγνώστες, μια για πάντα — και όχι διαδοχικά, όπως αργά ή γρήγορα συμβαίνει στον καθένα — όλα τα «πλούτη» που κατέχουν, πλούτη που κληρονόμησαν ή που απέκτησαν με δικό τους μόχθο, υπό μορφήν «κατευναστικών ιδεών», οι οποίες το μόνο που κάνουν είναι να ζωντανεύουν μέσα τους πανέμορφες παραστάσεις από την τωρινή τους ζωή ή τα αφελή τους όνειρα για το μέλλον. |
1.3.Α |
Οι επαγγελματίες συγγραφείς αρχίζουν συνήθως τις εισαγωγές τους με μια προσφώνηση προς τους αναγνώστες τους παραγεμισμένη με κάθε λογής πομπώδεις εκφράσεις, που είναι νοστιμούλικες θα λεγε κανείς. |
1.3.Α |
Θα ακολουθήσω το παράδειγμά τους σ αυτό και μόνο· και θα αρχίσω κι εγώ με μια τέτοια «φράση», αποφεύγοντας βέβαια να την «μελώσω» τόσο όσο το συνηθίζουν εκείνοι, που με τις κακόβουλες σοφιστείες τους γαργαλούν την ευαισθησία κάθε λίγο-πολύ ισορροπημένου αναγνώστη… |
1.3.Α |
Λοιπόν… |
1.3-4.Α |
Προσφιλέστατοί μου, εντιμότατοι, γενναιότατοι και, ασφαλώς, καρτερικότατοι κύριοι και προσφιλέστατες, γοητευτικότατες και απροκατάληπτες κυρίες μου… Με συγχωρείτε! Παρά λίγο να ξεχάσω το σπουδαιότερο: και διόλου υστερικές μου κυρίες! |
1.4.Α |
Έχω την τιμή να σας πληροφορήσω ότι, λόγω ορισμένων συνθηκών που δημιουργήθηκαν, σ αυτά τα τελευταία στάδια της πορείας της ζωής μου, ετοιμάζομαι να ασχοληθώ με τη συγγραφή βιβλίων, χωρίς ως τώρα να έχω γράψει το παραμικρό, ούτε καν ένα από τα λεγόμενα «διδακτικά άρθρα», ούτε καν μία από τις λεγόμενες επιστολές, όπου θα χρειαζόταν να τηρηθούν, αυτό που λένε, «κανόνες γραμματικής»· έτσι, σήμερα, αν και γίνομαι «επαγγελματίας συγγραφέας», δεν έχω καθόλου τριβή στους κανόνες και τις καθιερωμένες λογοτεχνικές διαδικασίες, ούτε στη «λογοτεχνική γλώσσα του καλού ύφους», και αναγκάζομαι να γράψω διαφορετικά από τους «λογοτέχνες με πατέντα», που το στυλ τους το έχετε τόσο συνηθίσει όσο και τα ίδια σας τα χνότα. |
1.4.Α |
Κατά τη γνώμη μου, το κακό με σας σήμερα είναι ότι, από τότε που ήσασταν παιδιά, σας είχε εμφυτευτεί ένας αυτοματισμός, που έχει πια εναρμονιστεί τέλεια με τον συνολικό σας ψυχισμό και ο οποίος λειτουργεί με τρόπο ιδανικό για να αντιλαμβάνεστε κάθε νέα εντύπωση, με αποτέλεσμα τώρα, κατά τη διάρκεια της υπεύθυνης ζωής σας, χάρη σ αυτή την «ευλογία», να έχετε απαλλαγεί εντελώς από την ανάγκη να κάνετε την παραμικρή ατομική προσπάθεια. |
1.4.Α |
Για να μιλήσουμε ειλικρινά, θεωρώ πως η ουσία της ομολογίας μου αυτής δεν είναι ότι δεν γνωρίζω αρκετά την τεχνική και τους κανόνες της λογοτεχνίας, αλλά ότι αγνοώ τη «γλώσσα του καθωσπρέπει ύφους» που απαιτείται να έχουν σήμερα οι συγγραφείς, αλλά και οι κοινοί θνητοί. |
1.4.Α |
Όσο για την απειρία μου σχετικά με την τεχνική της λογοτεχνίας και τους κανόνες της, δεν ανησυχώ καθόλου. Και δεν ανησυχώ, γιατί, στις μέρες μας, η «άγνοια» αυτού του είδους «έχει πέραση». |
1.4.Α |
Αυτό το «φρούτο» έκανε την εμφάνιση του, και τώρα κυκλοφορεί σε κάθε γωνιά της Γης, εξαιτίας μιας απίστευτης αρρώστιας από την οποία πάσχουν τα τελευταία είκοσι-τριάντα χρόνια οι περισσότεροι από τους ανθρώπους και των τριών φύλων που κοιμούνται με τα μάτια μισάνοιχτα, και που τα πρόσωπά τους προσφέρουν γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθεί κάθε είδους σπυρί. |
1.4-5.Α |
Αυτή η παράξενη αρρώστια εκδηλώνεται ως εξής: αν ο ασθενής ξέρει λίγα γράμματα και αν το νοίκι του είναι πληρωμένο για τους επόμενους τρεις μήνες, αρχίζει οπωσδήποτε να γράφει κάποιο «διδακτικό άρθρο», αν όχι ολόκληρο βιβλίο. |
1.5.Α |
Γνωρίζοντας λοιπόν ότι η νέα αυτή ασθένεια του ανθρώπου έχει πάρει επιδημικές διαστάσεις σε κάθε γωνιά της Γης, δικαιούμαι να υποθέτω, όπως καταλαβαίνετε, ότι έχετε αναπτύξει τη σχετική «ανοσία», όπως θα λεγαν και οι σοφοί γιατροί, και ότι κατά συνέπεια θα αγανακτήσετε λιγότερο με το γεγονός ότι δεν γνωρίζω τα διάφορα είδη τεχνικής της λογοτεχνίας και τους διάφορους κανόνες της. |
1.5.Α |
Αυτός είναι ο λόγος που τονίζω το γεγονός ότι αγνοώ τη λογοτεχνική γλώσσα του καθωσπρέπει ύφους. |
1.5.Α |
Αλλά για να δικαιολογηθώ, και ίσως επίσης για να μετριάσω τη μομφή που θα μου επιρρίψει η συνειδητότητα του ξύπνου σας για την άγνοιά μου της γλώσσας αυτής, η οποία είναι απαραίτητη στη σύγχρονη ζωή, θεωρώ απαραίτητο να πω, με ταπεινή καρδιά και με μάγουλα κατακόκκινα από ντροπή, ότι παρόλο που μου τη δίδαξαν και μένα όταν ήμουν παιδί και παρόλο που ορισμένοι από τους μεγαλύτερούς μου οι οποίοι με προετοίμαζαν για μια υπεύθυνη ζωή με πίεζαν διαρκώς, χρησιμοποιώντας αλύπητα κάθε μέσο εξαναγκασμού για να μάθω «απ έξω» πολλές και διάφορες γλωσσικές αποχρώσεις, οι οποίες στο σύνολό τους συνθέτουν αυτή την «απόλαυση», εντούτοις, δυστυχώς (όχι για μένα, αλλά για σας, βέβαια) δεν μου έμεινε τίποτε απ όλα εκείνα που έμαθα απ έξω και τίποτε απολύτως δεν διασώθηκε για τις σημερινές μου συγγραφικές δραστηριότητες. |
1.5-6.Α |
Και δεν έμεινε τίποτε, όχι από δικό μου λάθος, ούτε από λάθος των πρώην σεβαστών και μη σεβαστών μου δασκάλων. Αν ο ανθρώπινος εκείνος κόπος πήγε χαμένος, αυτό οφείλεται σ ένα απρόβλεπτο και εντελώς εξαιρετικό γεγονός το οποίο συνέβη τη στιγμή που εμφανίστηκα στον κόσμο τούτο. Τη στιγμή ακριβώς εκείνη — όπως μου εξήγησε μια μυστικίστρια, πολύ γνωστή στην Ευρώπη, μετά από μια εμπεριστατωμένη «ψυχο-φυσικο-αστρολογική», όπως τη λένε, έρευνα — εισχωρούσαν από μια τρύπα, που η τρελούτσικη κουτσή κατσίκα μας είχε κάνει στο παράθυρο, οι δονήσεις του ήχου που έβγαινε από έναν φωνόγραφο Έντισον του γείτονά μας, ενώ η μαμμή είχε στο στόμα της μια ταμπλέτα κοκαΐνης, γερμανικής προελεύσεως (και μάλιστα όχι «ερζάτς») που την πιπιλούσε στο ρυθμό εκείνων των ήχων, χωρίς να νιώθει τη δέουσα απόλαυση. |
1.6.Α |
Εκτός από το επεισόδιο αυτό, σπάνιο για τη συνηθισμένη ζωή των ανθρώπων, η σημερινή μου κατάσταση οφείλεται επίσης στο γεγονός — ομολογώ πως το συμπέρασμα αυτό το έβγαλα μετά από πολλές σκέψεις και σύμφωνα με τη μέθοδο του Γερμανού καθηγητή Στουμπφζινσμάουζεν — ότι κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής μου ζωής, όπως και κατά τη διάρκεια της ζωής μου ως ενηλίκου, απέφευγα πάντοτε, από ένστικτο, αλλά και αυτόματα, και μερικές φορές ακόμα και συνειδητά, δηλαδή λόγω αρχών, να χρησιμοποιώ αυτή τη γλώσσα στις σχέσεις μου με τους άλλους. Εκδηλωνόμουν έτσι απέναντι σ αυτή τη λεπτομέρεια, που ίσως δεν είναι και λεπτομέρεια, λόγω τριών στοιχείων που σχηματίστηκαν στο σύνολο της παρουσίας μου κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής μου ηλικίας, για τα οποία σκοπεύω να σας μιλήσω λίγο αργότερα, σε τούτο το πρώτο κεφάλαιο των συγγραφών μου. |
1.6.Α |
Όπως και να χει το πράγμα, είναι γεγονός, φωτισμένο απ όλες τις πλευρές σαν αμερικάνικη διαφήμιση, που τώρα πια δεν μπορεί να το αλλάξει καμιά δύναμη, ούτε καν οι γνώσεις των «ειδικών σε μπαγαποντιές», ότι εγώ, που τα τελευταία χρόνια θεωρούμαι από πολλούς αρκετά καλός δάσκαλος ιερών χορών, γίνομαι από σήμερα επαγγελματίας συγγραφέας. Και πρόκειται βέβαια να γεμίσω χιλιάδες φύλλα χαρτιού, καθώς από παιδί συνήθισα κάθε φορά που κάνω κάτι να κάνω πολύ από δαύτο. Αλλά επειδή δεν έχω, όπως βλέπετε, την απαραίτητη τριβή που αποκτιέται αυτόματα και εκδηλώνεται αυτόματα, είμαι αναγκασμένος να γράψω όλα αυτά που σκέφτηκα, στην απλή, συνηθισμένη γλώσσα που καθιέρωσε η ζωή, χωρίς «λογοτεχνικούς χειρισμούς» και χωρίς «συντακτικές σοφιστείες». |
1.6.Α |
Αλλά δεν τελειώσαμε!… Διότι δεν έχω ακόμα αποφασίσει το σημαντικότερο — σε ποια γλώσσα να γράψω. |
1.6.Α |
Βέβαια, άρχισα να γράφω στα ρωσικά, αλλά όπως θα λεγε και ο σοφότερος των σοφών, ο Ναστραντίν Χότζας, με τη γλώσσα αυτή δεν μπορείς να πας μακριά. |
1.6.Α |
∅ |
1.6-7.Α |
Τα ρωσικά, κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, είναι μια γλώσσα πολύ καλή, και μου αρέσει και μένα, αλλά… μόνο για να λες ανέκδοτα και για να μιλάς για τις συγγένειες και για τους συγγενείς. |
1.7.Α |
Τα ρωσικά είναι σαν τα αγγλικά, που είναι πολύ καλά επίσης, αλλά μόνο για να συζητάς στο καπνιστήριο, καθισμένος στη πολυθρόνα, με τα πόδια τεντωμένα σταυρωτά, για το θέμα των κατεψυγμένων της Αυστραλίας ή και για το ζήτημα των Ινδιών. |
1.7.Α |
Οι δύο αυτές γλώσσες είναι σαν τη σαλάτα, που στην Μόσχα τη λένε «Σολιάνκα», όπου ανακατεύουνε τα πάντα εκτός από μένα και από σένα, ό,τι φανταστείς, μέχρι και τον βραδυνό φερετζέ της Σεχραζάντ. |
1.7.Α |
Πρέπει να προσθέσω ότι, χάρη σε ορισμένες συνθήκες στις οποίες βρέθηκα στα νιάτα μου τυχαία — ίσως και όχι τυχαία — υποχρεώθηκα, πιέζοντας βέβαια τον εαυτό μου, να μάθω να μιλάω, να διαβάζω και να γράφω πάρα πολλές γλώσσες, με τέτοια άνεση ώστε αν αποφάσιζα, ακολουθώντας αυτό το επάγγελμα που μου επέβαλε η Μοίρα απροσδόκητα, να μην εκμεταλλευτώ τον «αυτοματισμό» που έχω αποκτήσει με την πρακτική, τότε ίσως να μπορούσα να γράψω σε οποιαδήποτε από αυτές. |
1.7.Α |
Αν όμως αρχίσω να χρησιμοποιώ με σύνεση τον αυτοματισμό αυτό, πράγμα που έχει γίνει εύκολο με τα χρόνια, τότε θα πρέπει να γράψω ή στα ρώσικα ή στα αρμένικα, διότι οι περιστάσεις της ζωής μου τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες ήταν τέτοιες, που ήμουν υποχρεωμένος να χρησιμοποιώ αυτές τις δύο γλώσσες για να συνεννοούμαι, και συνεπώς έχω ασκηθεί περισσότερο, και η χρήση τους μου έχει γίνει αυτόματη. |
1.7.Α |
Να πάρει η ευχή!… Ακόμα και στην περίπτωση αυτή, μία από τις όψεις του παράξενου ψυχισμού μου, που είναι ασυνήθιστος για φυσιολογικό άνθρωπο, έχει ήδη αρχίσει να με βασανίζει ολόκληρο. |
1.7.Α |
Και το «βάσανο» αυτό, τώρα που ωρίμασα στα χρόνια, είναι αποτέλεσμα του ότι από τότε που ήμουνα παιδί, μαζί με πολλά άλλα ανόητα πράγματα, το ίδιο άχρηστα για τις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής, εμφυτεύτηκε στην παράξενη ψυχή μου και μία τάση τέτοια, η οποία παντού και πάντα αναγκάζει αυτόματα το σύνολό μου να δράσει σύμφωνα με τη λαϊκή σοφία. |
1.7-8.Α |
Στην περίπτωση αυτή, όπως πάντα σε παρόμοιες περιστάσεις, που μέχρι τώρα ήταν πάμπολλες, μου έρχεται αμέσως στο νου — ο οποίος στην περίπτωσή μου είναι κατασκευασμένος με τρόπο ελεεινό μέχρι σημείου γελοιότητας — και τον «διαπερνάει», όπως λένε, εκείνο το ρητό της λαϊκής σοφίας που υπήρχε στη ζωή των ανθρώπων στα αρχαία χρόνια, και το οποίο μεταδόθηκε μέχρι τις μέρες μου με τα λόγια: «Το ραβδί έχει πάντα δύο άκρες». |
1.8.Α |
Για να καταλάβουμε τη βασική ιδέα και την πραγματική σημασία που είναι κρυμμένη σ αυτό το περίεργο απόφθεγμα, πρέπει πρώτα απ όλα, κατά την γνώμη μου, να δημιουργηθεί στη συνειδητότητα κάθε ανθρώπου, που σκέφτεται λίγο πολύ σωστά, η υπόθεση ότι στο σύνολο των ιδεών πάνω στις οποίες βασίζεται και από τις οποίες απορρέει μία συνετή αντίληψη αυτού του ρητού βρίσκεται η αλήθεια που για αιώνες αναγνωρίζουν οι άνθρωποι, η οποία βεβαιώνει ότι κάθε αίτιο που συμβαίνει στη ζωή του ανθρώπου, από οποιοδήποτε φαινόμενο και αν προέρχεται, είναι υποχρεωτικά διαμορφωμένο κι αυτό με την σειρά του, με τρόπο που να έχει δύο εντελώς αντίθετα αποτελέσματα, τα οποία είναι με τη σειρά τους αίτια νέων φαινομένων, όπως για παράδειγμα: αν «κάτι» που προέρχεται από δύο διαφορετικά αίτια παράγει φως, τότε αναπόφευκτα πρέπει να παράγει και το αντίθετο φαινόμενο, δηλαδή σκοτάδι· ή αν ένας παράγοντας προκαλεί μέσα στον οργανισμό ενός ζωντανού πλάσματος μία παρόρμηση συγκεκριμένης ικανοποίησης, οπωσδήποτε προκαλεί και το αντίθετο, δηλαδή μία δυσαρέσκεια, και ούτω καθεξής, παντού και πάντα. |
1.8.Α |
Χρησιμοποιώντας και στην προκειμένη περίπτωση αυτή την παραβολή, που διαμορφώθηκε από αιώνες λαϊκής σοφίας, του ραβδιού, το οποίο, όπως είπαμε, έχει πράγματι δύο άκρες, η μία από τις οποίες θεωρείται καλή και η άλλη κακή, αν χρησιμοποιήσω τον αυτοματισμό για τον οποίο μίλησα πιο πάνω και που τον απέκτησα μόνο χάρη στη πολύχρονή μου εξάσκηση, αυτό για μένα μεν προσωπικά θα είναι βέβαια πολύ καλό, αλλά, σύμφωνα με το ρητό, το αποτέλεσμα για τον αναγνώστη θα είναι ακριβώς το αντίθετο· και όσο για το τι είναι το αντίθετο του καλού, αυτό πολύ εύκολα το καταλαβαίνει ακόμα και ένας που δεν υποφέρει από αιμορροΐδες. |
1.8.Α |
Για να μη μακρυγορώ, αν εκμεταλευτώ το προνόμιο που έχω και προτιμήσω την καλή άκρη του ραβδιού, τότε η κακή θα πρέπει αναπόφευκτα να πέσει πάνω «στο κεφάλι του αναγνώστη». |
1.8-9.Α |
Και άνετα θα μπορούσε αυτό να συμβεί! Γιατί στα ρωσικά είναι αδύνατον να εκφράσει κανείς όλες τις «λεπτολογίες» των φιλοσοφικών ζητημάτων, τις οποίες έχω την πρόθεση να προσεγγίσω διεξοδικά στις συγγραφές μου· ενώ στα αρμένικα, παρόλο που αυτό είναι δυνατόν, δυστυχώς για τους σύγχρονους Αρμένηδες, στη γλώσσα αυτή είναι πια πολύ δύσκολο να εκφράσει κανείς σύγχρονες ιδέες. |
1.9.Α |
Για να γλυκάνω την πίκρα του εσωτερικού πόνου που μου προκαλεί αυτό, πρέπει να πω, πως όταν ήμουν νέος, τότε που μ ενδιέφεραν και με απασχολούσαν τα φιλολογικά ζητήματα, προτιμούσα τα αρμένικα απ όλες τις γλώσσες που μιλούσα τότε, ακόμα και από τη δική μου. |
1.9.Α |
Προτιμούσα τη γλώσσα αυτή, βασικά επειδή είχε το δικό της χαρακτήρα, και δεν είχε τίποτε το κοινό με τις γειτονικές ή τις συγγενικές της γλώσσες. Όπως λένε οι πολυμαθείς «φιλόλογοι», η «τονικότητα» της ήταν μοναδική και, σύμφωνα με όσα καταλάβαινα ακόμα και τότε, ανταποκρινόταν τέλεια στον ψυχισμό των ανθρώπων που αποτελούν εκείνο το έθνος. |
1.9.Α |
Αλλά η αλλαγή που είδα με τα μάτια μου στη γλώσσα αυτή, τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια, είναι τόσο μεγάλη, που το αποτέλεσμα είναι ότι αντί για μία πρωτότυπη και ανεξάρτητη γλώσσα που έφτασε μέχρι τις μέρες μας από το απώτατο παρελθόν, σήμερα να υπάρχει μία, που παρόλο που είναι επίσης πρωτότυπη και ανεξάρτητη, εντούτοις αντιπροσωπεύει, όπως θα λέγαμε, ένα «είδος γελοιογραφικού ποτ-πουρί από γλώσσες», έτσι που σαν την ακούσει κάποιος λίγο-πολύ προσεκτικός και συνειδητός ακροατής, το σύνολο των συνηχήσεων της ακούγεται ίδιο με τους «τόνους» των τουρκικών, των περσικών, γαλλικών, κουρδικών και ρωσικών λέξεων και άλλων ακόμα ασυνάρτητων ήχων που είναι τελείως «αχώνευτοι». |
1.9.Α |
Τα ίδια σχεδόν θα μπορούσε να πει κανείς και για τη δική μου γλώσσα, την ελληνική, που μιλούσα όταν ήμουν παιδί και για την οποία μπορώ να πω πως διατηρώ τη «γεύση της αυτόματης συνειρμικής της δύναμης». Τολμώ ακόμα να πω, πως μπορώ να εκφράσω σ αυτήν οτιδήποτε θελήσω, αλλά μου είναι αδύνατον να τη χρησιμοποιήσω για να γράψω, για τον κάπως κωμικό λόγο ότι κάποιος θα πρέπει να αντιγράψει τα γραφτά μου και να τα μεταφράσει στις άλλες γλώσσες. Και ποιος μπορεί να το κάνει; |
1.10.Α |
Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ακόμα και ο μεγαλύτερος ειδικός στα Νέα Ελληνικά δε θα καταλάβαινε τίποτε απολύτως από αυτά που θα έγραφα στη δική μου γλώσσα, εκείνη που αφομοίωσα όταν ήμουν μικρός, διότι οι αγαπητοί μου «συμπατριώτες», καθώς τους κατάκαιγε κι αυτούς η επιθυμία να γίνουν πάση θυσία ίδιοι με τους αντιπροσώπους του σύγχρονου πολιτισμού, ακόμα και στην ομιλία, τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια έκαναν στην αγαπημένη μου γλώσσα τα ίδια ακριβώς που έκαναν και οι Αρμένηδες στη δική τους, όταν ανυπομονούσαν να γίνουν Ρώσοι διανοούμενοι. |
1.10.Α |
Η ελληνική γλώσσα, της οποίας το πνεύμα και η ουσία μου μεταδόθηκαν με την κληρονομικότητα, και η γλώσσα που οι σύγχρονοι Έλληνες μιλούν σήμερα, μοιάζουν μεταξύ τους, σύμφωνα με την έκφραση του Ναστραντίν Χότζα, όσο «μια πρόκα μοιάζει με μνημόσυνο». |
1.10.Α |
Τι θα γίνει τώρα; |
1.10.Α |
Αχ… Δεν πειράζει αξιότιμε αγοραστή των σοφιστειών μου. Θα βρω τη διέξοδο και απ αυτή την δύσκολη κατάσταση, αρκεί μόνο να υπάρχει αρκετό γαλλικό Αρμανιάκ και αρκετός παστουρμάς από την Καισαρεία. |
1.10.Α |
Σ αυτό έχω πείρα. |
1.10.Α |
Στη ζωή μου βρέθηκα τόσο συχνά σε δύσκολη θέση και τόσες φορές ξεγλίστρησα, που, ας πούμε, το συνήθισα πια. |
1.10.Α |
Στο μεταξύ, σ αυτή την περίπτωση, θα γράψω ένα μέρος στα ρώσικα κι ένα άλλο στα αρμένικα και για έναν άλλο λόγο ακόμα, διότι, ανάμεσα σ αυτούς που ζουν «μέσα στα πόδια μου», υπάρχουν αρκετοί που τα «καταφέρνουν» λίγο-πολύ στις δύο αυτές γλώσσες, και ελπίζω πως θα μπορέσουν να τα αντιγράψουν και να τα μεταφράσουν αρκετά καλά. |
1.10.Α |
Πάντως σου το ξαναλέω για να το θυμάσαι καλά — όχι όπως θυμάσαι άλλα πράγματα και, όπως έχεις συνηθήσει με βάση αυτά, να κρατάς το λόγο της τιμής που δίνεις στους άλλους ή στον εαυτό σου — πως όποια γλώσσα και να χρησιμοποιήσω, παντού και πάντα θα αποφύγω αυτό που αποκάλεσα «φιλολογική γλώσσα του καθωσπρέπει ύφους». |
1.10-1.Α |
Από την άποψη αυτή, είναι εξαιρετικά περίεργο το γεγονός, που πραγματικά αξίζει να μελετηθεί από έναν φιλομαθή σαν κι εσένα, ίσως μάλιστα περισσότερο απ ό,τι φαντάζεσαι, ότι από τα παιδικά μου χρόνια, από τότε δηλαδή που γεννήθηκε μέσα μου η ανάγκη να καταστρέφω τις φωλιές των πουλιών και να πειράζω τις αδελφούλες των φίλων μου, δημιουργήθηκε από μόνη της στο «πλανητικό μου σώμα», όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι θεοσοφιστές, και κυρίως, δεν ξέρω γιατί, στη δεξιά πλευρά του, μια ενστικτώδης αίσθηση η οποία, ως την περίοδο εκείνη της ζωής μου που έκανα το «χοροδιδάσκαλο», μετατράπηκε βαθμιαία σ ένα συγκεκριμένο συναίσθημα και, μετά, όταν χάρη στο επάγγελμά μου ήρθα σ επαφή με πολλούς ανθρώπους διαφόρων «τύπων», η συνειδητότητά μου πείστηκε με την σειρά της ότι αυτές οι γλώσσες, ή καλύτερα το συντακτικό τους, κατασκευάστηκαν από ανθρώπους οι οποίοι, ως προς τη γνώση τους αυτών των γλωσσών, μοιάζουν με τα δίποδα εκείνα ζώα που ο αξιοσέβαστος Ναστραντίν Χότζας χαρακτηρίζει με τις λέξεις: «Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να καυγαδίζουν με τα γουρούνια αν τα πορτοκάλια είναι καλά ή όχι». |
1.11.Α |
Αυτό το είδος των ανθρώπων γύρω μας, που έγιναν, θα λεγε κανείς, «αδηφάγοι σκώροι» και καταστρέφουν τα αγαθά που προετοίμασαν και άφησαν οι πρόγονοί μας και ο χρόνος για μας, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα και ίσως να μην άκουσαν ποτέ τίποτα σχετικά με το κραυγαλέα φανερό γεγονός ότι κάθε πλάσμα, όπως και ο άνθρωπος, κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής του ηλικίας, αποκτά στην λειτουργία του νου του μια ειδική και συγκεκριμένη ιδιότητα, την αυτόματη πραγματοποίηση και εκδήλωση της οποίας οι αρχαίοι Κορκολάνοι ονόμαζαν «νόμο των συνειρμών», και ότι η διαδικασία της νόησης κάθε πλάσματος, και ιδιαίτερα του ανθρώπου, ρέει αποκλειστικά σύμφωνα μ αυτόν τον νόμο. |
1.11-2.Α |
Καθώς έτυχε να θίξω στο σημείο αυτό ένα ζήτημα που τελευταία έχει γίνει, ας πούμε, ένα από τα «χόμπυ» μου, το οποίο αφορά τη διαδικασία της ανθρώπινης νόησης, θεωρώ πως είναι δυνατόν, χωρίς να περιμένω το αντίστοιχο σημείο που έχω ορίσει για να διευκρινίσω το θέμα αυτό, να μιλήσω τώρα, στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο, για κάποια πληροφορία που έμαθα τυχαία. Πληροφορήθηκα λοιπόν ότι στη Γη, κατά την αρχαιότητα, κάθε άνθρωπος που θα τολμούσε να θελήσει να αποκτήσει το δικαίωμα να τον θεωρούν οι άλλοι, και ο ίδιος να θεωρεί τον εαυτό του, «συνειδητά σκεπτόμενο», θα έπρεπε να διδαχτεί από τα πρώτα κιόλας χρόνια της υπεύθυνης ζωής του ότι οι άνθρωποι έχουν δύο είδη σκέψης: από τη μία, τη διανοητική σκέψη, η οποία εξωτερικεύεται με λέξεις, που πάντα έχουν νόημα σχετικό· κι από την άλλη, ένα είδος σκέψης που προσιδιάζει σε όλα τα ζώα καθώς και στον άνθρωπο, και που θα το ονόμαζα «μορφολογική σκέψη». |
1.12.Α |
Ο σχηματισμός του δεύτερου είδους σκέψης, δηλαδή της «μορφολογικής σκέψης», με την οποία, για να ακριβολογήσουμε, αντιλαμβανόμαστε το νόημα κάθε γραπτού λόγου, και το αφομοιώνουμε αφού το συγκρίνουμε συνειδητά με πληροφορίες που ήδη κατέχουμε, στον άνθρωπο εξαρτάται από τις γεωγραφικές συνθήκες, το κλίμα, τη χρονική περίοδο και γενικά από το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε και στο οποίο αναπτύχθηκε μέχρι να ενηλικιωθεί. |
1.12.Α |
Έτσι λοιπόν, στο μυαλό των ανθρώπων, ανάλογα με τη φυλή και τις συνθήκες της ύπαρξής τους, και ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή που ζουν, συγκροτείται για το ίδιο ακριβώς πράγμα, για την ίδια ιδέα, ή για την ίδια έννοια, κάποια χαρακτηριστική μορφή τελείως ανεξάρτητη, που προκαλεί στο ον, καθώς ξεδιπλώνονται οι συνειρμοί, μια ορισμένη αίσθηση, η οποία ανακαλεί μία συγκεκριμένη παράσταση· κι αυτή η παράσταση εκφράζεται με μια ορισμένη λέξη, που της χρησιμεύει μόνο σαν εξωτερική υποκειμενική έκφραση. |
1.12.Α |
Αυτός είναι ο λόγος που κάθε λέξη, που αφορά το ίδιο πράγμα ή την ίδια ιδέα, σχεδόν πάντα αποκτά για ανθρώπους από διαφορετική γεωγραφική περιοχή και φυλή ένα πολύ συγκεκριμένο και εντελώς διαφορετικό «εσωτερικό περιεχόμενο». |
1.12-3.Α |
Με άλλα λόγια, αν στην παρουσία ενός ανθρώπου που γεννήθηκε και σχηματίστηκε σε μια περιοχή, σταθεροποιήθηκε από τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων τοπικών επιρροών και εντυπώσεων κάποια «μορφή», και η μορφή αυτή προκαλεί μέσα του, συνειρμικά, την αίσθηση ενός συγκεκριμένου «εσωτερικού περιεχομένου», και συνεπώς μιας καθορισμένης παράστασης ή ιδέας, για την έκφραση της οποίας χρησιμοποιεί κάποια λέξη που εν τέλει συνήθισε και, όπως είπα, είναι γι αυτόν υποκειμενική, τότε εκείνος που ακούει τη λέξη, στου οποίου την ύπαρξη, λόγω διαφορετικών συνθηκών της γέννησης και της ανάπτυξής του σχηματίστηκε σχετικά με την εν λόγω λέξη μία μορφή διαφορετικού «εσωτερικού περιεχομένου», θα την αντιλαμβάνεται πάντα και, οπωσδήποτε, θα δίνει σ αυτή την ίδια λέξη ένα τελείως διαφορετικό νόημα. |
1.13.Α |
Αυτό το γεγονός, παρεμπιπτόντως, μπορεί να επαληθευτεί ξεκάθαρα παρατηρώντας προσεκτικά και αμερόληπτα τις ανταλλαγές απόψεων μεταξύ ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές φυλές ή που γεννήθηκαν και σχηματίστηκαν σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. |
1.13.Α |
Έτσι λοιπόν, μιας και είσαι ένας χαρούμενος και ριψοκίνδυνος υποψήφιος αγοραστής των σοφιστειών μου, άπαξ και σε προειδοποίησα ότι δεν πρόκειται να γράψω όπως γράφουν οι «επαγγελματίες συγγραφείς» αλλά τελείως διαφορετικά, σε συμβουλεύω, πριν αρχίσεις την ανάγνωση των όσων εκθέτω στη συνέχεια, να το σκεφτείς σοβαρά, και μόνον τότε να την επιχειρήσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, φοβάμαι μην πάθουν τίποτε τα αυτιά σου και τα άλλα όργανα των αισθήσεων σου, καθώς και τα όργανα της πέψης σου, τα οποία μπορεί ήδη να έχουν αυτοματοποιηθεί τόσο τέλεια στη «γλώσσα των διανοούμενων» της σημερινής περιόδου στη Γη, ώστε η ανάγνωση αυτών των συγγραφών μου να σε επηρεάσει πάρα πολύ άσχημα, κι έτσι να χάσεις την… ξέρεις ποια;… την όρεξη σου για το αγαπημένο σου φαγητό και για εκείνο το συγκεκριμένο ψυχικό σου ιδίωμα που γαργαλά τα απόκρυφα «σωθικά» σου, και το οποίο σου έρχεται μόλις δεις τη γειτόνισά σου, την καστανομαλλούσα. |
1.13.Α |
Σχετικά με τη δυνατότητα να προκύψει κάτι τέτοιο από τη γλώσσα που χρησιμοποιώ, ή μάλλον για να ακριβολογήσω από τον τρόπο της σκέψης μου, είμαι κιόλας τόσο βέβαιος, λόγω των συχνών εμπειριών που είχα μέχρι σήμερα, όσο κι ένα «καθαρόαιμο γαϊδούρι» είναι βέβαιο ότι το πείσμα του είναι δικαιολογημένο. |
1.13.Α |
Τώρα που σε προειδοποίησα γι αυτό, που είναι το πιο σημαντικό, είμαι κιόλας ήσυχος για όλα όσα έπονται. Ακόμα και αν υπάρξει παρεξήγηση εξαιτίας των συγγραφών μου, ο μόνος που θα φταίει θα είσαι εσύ, και η συνείδησή μου θα είναι τόσο καθαρή όσο είναι του… Κάιζερ, λόγου χάρη. |
1.13.Α |
Ίσως τώρα να νομίζεις πως είμαι κανένας νεαρός, εξωτερικά ευπαρουσίαστος και, όπως λένε μερικοί, «εσωτερικά ύποπτος», και ότι, καθώς είμαι αρχάριος συγγραφέας, προφανώς κάνω τον εκκεντρικό, ελπίζοντας να γίνω διάσημος και τελικά πλούσιος. |
1.14.Α |
Αν πράγματι το νομίζεις αυτό, τότε κάνεις μεγάλο, μεγάλο λάθος. |
1.14.Α |
Καταρχήν, δεν είμαι νεαρός· τα χρόνια μου είναι τόσα που έχω φάει τη ζωή όχι με ένα, αλλά με δέκα κουτάλια. Και θα θελα επίσης να ξέρεις ότι δε γράφω για να κάνω καριέρα ή για να σταθώ, όπως λένε, «γερά στα πόδια» μου με το επάγγελμα αυτό, το οποίο, πρέπει να προσθέσω, προσφέρει κατά τη γνώμη μου πολλές ευκαιρίες για κάθε υποψήφιο που θέλει να πάει κατευθείαν στην «Κόλαση» — υπό την προϋπόθεση, βέβαια, πως έχει τελειοποιήσει τον εαυτό του έστω και μέχρι το σημείο αυτό — για το λόγο ότι οι περισσότεροι απ αυτούς τους ανθρώπους, ενώ οι ίδιοι δε γνωρίζουν απολύτως τίποτα, παρόλα αυτά γράφουν κάθε λογής «βλακείες», και έχοντας έτσι αποκτήσει αυτόματα κύρος, γίνονται ένας από τους βασικούς σχεδόν παράγοντες, το σύνολο των οποίων σταθερά, χρόνο με το χρόνο, συνεχίζει να εξασθενίζει όλο και περισσότερο τον ψυχισμό των ανθρώπων, που είναι ήδη έτσι κι αλλιώς αρκετά αδύναμος. |
1.14.Α |
Σχετικά δε με την καριέρα μου, χάρη σε όλες τις δυνάμεις, τις ανώτερες και τις κατώτερες, κι αν θέλεις, και τις δεξιές και τις αριστερές, την έχω πραγματοποιήσει από καιρό, κι από καιρό στέκομαι «γερά στα πόδια μου», τα οποία και πολύ γερά είναι, και είμαι επί πλέον βέβαιος πως θα αντέξουν για πολλά ακόμα χρόνια, προς λύπην όλων των περασμένων, των σημερινών και των μελλοντικών εχθρών μου. |
1.14.Α |
Νομίζω μάλιστα πως πρέπει να σου μιλήσω για μια ιδέα που μόλις τώρα ήρθε στο τρελό μυαλό μου, συγκεκριμένα να ζητήσω από τον εκδότη στον οποίο θα εμπιστευθώ το πρώτο μου αυτό βιβλίο, να τυπώσει ειδικά τούτο το πρώτο κεφάλαιο των συγγραφών μου με τέτοιο τρόπο, ώστε ο καθένας να μπορεί να το διαβάζει χωρίς να κόψει τις σελίδες, οπότε, μόλις κανείς μάθει ότι δεν είναι γραμμένο με τον συνηθισμένο τρόπο, έτσι δηλαδή που να δημιουργεί όμορφα και καλά στη σκέψη του αναγνώστη ερεθιστικές εικόνες και κατευναστικούς ρεμβασμούς, να μπορέσει, αν το θέλει, χωρίς να χάσει τα λόγια του με τον βιβλιοπώλη, να το επιστρέψει και να πάρει πίσω τα χρήματα του, χρήματα που ίσως να έβγαλε με τον ιδρώτα του προσώπου του. |
1.14-5.Α |
Και θα το κάνω αυτό οπωσδήποτε για έναν ακόμη λόγο, γιατί μόλις τώρα θυμήθηκα ξανά την ιστορία κάποιου Κούρδου από την Υπερκαυκασία, την οποία άκουσα όταν ήμουνα πολύ μικρός και, κάθε φορά που τη θυμάμαι σε αντίστοιχες περιπτώσεις, δημιουργεί μέσα μου μια τάση τρυφεράδας που διαρκεί και δεν εξαφανίζεται. Νομίζω πως θα είναι πολύ χρήσιμο για μένα, αλλά και για σένα, να σου διηγηθώ αυτή την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια. |
1.15.Α |
Θα είναι δε χρήσιμο, κυρίως επειδή έχω ήδη αποφασίσει να κάνω από το «αλάτι» ή, όπως θα έλεγαν οι σύγχρονοι καθαρόαιμοι Εβραίοι επιχειρηματίες, από το «τζίμους» αυτής της ιστορίας, μία από τις βασικές αρχές της νέας λογοτεχνικής μορφής που σκοπεύω να χρησιμοποιήσω για να πετύχω το σκοπό τον οποίο επιδιώκω με το καινούργιο μου επάγγελμα. |
1.15.Α |
Αυτός ο Κούρδος από την Υπερκαυκασία ξεκίνησε μια μέρα από το χωριό του να πάει στην πόλη για δουλειές· εκεί στην αγορά, είδε σ ένα μανάβικο κάθε λογής φρούτα, όμορφα αραδιασμένα. |
1.15.Α |
Έτσι που τα είδε απλωμένα, την προσοχή του τράβηξε ένα «φρούτο» με πολύ ωραίο χρώμα και σχήμα· του φάνηκε τόσο όμορφο, που ήθελε να το δοκιμάσει, και παρόλο που είχε μαζί του ελάχιστα χρήματα, αποφάσισε το δίχως άλλο να αποκτήσει τουλάχιστον ένα από αυτά τα δώρα της Μεγάλης Φύσης και να το γευτεί. |
1.15.Α |
Μπήκε λοιπόν στο μαγαζί με μεγάλη όρεξη και, με θάρρος που ήταν ασυνήθιστο γι αυτόν, έδειξε με το ροζιασμένο του δάχτυλο το «φρούτο» που του άρεσε και ρώτησε το μανάβη πόσο κάνει. Ο μανάβης απάντησε πως έκανε δυο γρόσια η οκά. |
1.15.Α |
Θεωρώντας πως εκείνα τα υπέροχα φρούτα δεν ήταν καθόλου ακριβά, ο Κούρδος μας αμέσως αγόρασε μία ολόκληρη οκά. |
1.15.Α |
Αφού τελείωσε τις δουλειές του στην πόλη, ξεκίνησε την ίδια μέρα με τα πόδια για το χωριό του. |
1.15.Α |
Περπατώντας με το ηλιοβασίλεμα σε λόφους και λιβάδια, έβλεπε την ομορφιά της Μεγάλης Φύσης, της Κοινής Μητέρας όλων μας. Και αναπνέοντας άθελά του τον καθαρό αέρα, αμόλυντο από τις συνηθισμένες αναθυμιάσεις των βιομηχανικών πόλεων, ο Κούρδος μας ένιωσε ξαφνικά την επιθυμία να φάει και λίγο συνηθισμένο φαγητό. Έτσι, λοιπόν, κάθισε στην άκρη του δρόμου, πήρε από το ντορβά του λίγο ψωμί και τα «φρούτα» που αγόρασε και που του φάνηκαν τόσο καλά, και βάλθηκε να τρώει με την ησυχία του. |
1.16.Α |
Αλλά… ω της φρίκης!… πολύ σύντομα ένιωσε φοβερό κάψιμο μέσα στα σωθικά του. Όμως, παρόλα αυτά, ο Κούρδος μας συνέχισε να τρώει. |
1.16.Α |
Έτσι, λοιπόν, το άτυχο αυτό δίποδο πλάσμα του πλανήτη μας συνέχισε να τρώει, μόνο και μόνο λόγω εκείνης της ιδιόμορφης ανθρώπινης ιδιότητας που ανέφερα πιο πριν, την πεμπτουσία της οποίας είχα την πρόθεση, όταν αποφάσισα να τη χρησιμοποιήσω ως βάση για τη νέα λογοτεχνική μορφή που δημιούργησα, να τη βάλω σαν «φάρο οδηγό», ας πούμε, που να με καθοδηγεί σ έναν από τους στόχους μου, του οποίου το νόημα και τη σημασία, είμαι βέβαιος, σύντομα θα καταλάβεις — σύμφωνα βέβαια με το βαθμό της κατανόησης σου — διαβάζοντας οποιοδήποτε από τα επόμενα κεφάλαια των συγγραφών μου, αν βέβαια το ριψοκινδυνέψεις και συνεχίσεις το διάβασμα, εκτός αν τύχει και «μυριστείς» κάτι, πριν κιόλας το τέλος αυτού του πρώτου κεφαλαίου. |
1.16.Α |
Και έτσι, τη στιγμή ακριβώς που ο Κούρδος μας πήγαινε να τρελαθεί από το κύμα των παράξενων αισθήσεων, τις οποίες προκαλούσε μέσα του εκείνο το απίθανο γεύμα στην αγκαλιά της Φύσης, πέρασε από κει ένας συγχωριανός του, γνωστός για την εξυπνάδα του και με μεγάλη πείρα· βλέποντας το πρόσωπό του Κούρδου ξαναμμένο, και από τα μάτια του να τρέχουν δάκρυα, και πως παρόλα αυτά εκείνος έτρωγε «καυτερές κόκκινες πιπεριές» — σαν να είχε αναλάβει την υποχρέωση να τις φάει όλες — του είπε: |
1.16.Α |
«Τι κάνεις εκεί βρε ζώο; θέλεις να καείς ζωντανός; Σταμάτα να τρως αυτό το πράγμα που δεν αρμόζει στη φύση σου». |
1.16.Α |
Αλλά ο Κούρδος μας απάντησε: «Α, όχι! δε σταματώ, με καμιά κυβέρνηση! Εγώ πλήρωσα τα δύο τελευταία γρόσια μου γι αυτά! Ακόμα και η ψυχή μου να μου βγει, θα τα φάω όλα». |
1.16.Α |
Έτσι λοιπόν ο Κούρδος μας, που ήταν άνθρωπος των αποφάσεων — πρέπει φυσικά να υποθέσουμε πως τέτοιος ήταν — δε σταμάτησε, και συνέχισε να τρώει τις «καυτερές κόκκινες πιπεριές». |
1.16-7.Α |
Μετά από αυτό που μόλις διάβασες, ελπίζω να άρχισε να δημιουργείται στο νου σου ο αντίστοιχος νοητικός συνειρμός που θα πρέπει τελικά να σε οδηγήσει, πράγμα που συμβαίνει μερικές φορές στους σύγχρονους ανθρώπους, σ αυτό που συνήθως ονομάζουν, «καταλαβαίνω», θα καταλάβεις τότε γιατί εγώ — καθώς γνωρίζω τόσο καλά την ανθρώπινη αυτή τάση και αισθάνθηκα πολλές φορές συμπόνια γι αυτήν, μία από τις αναπόφευκτες εκδηλώσεις της οποίας είναι, αν έχει πληρώσει κανείς χρήματα για κάτι, να αισθάνεται υποχρεωμένος να το χρησιμοποιήσει όλο — συγκινήθηκα τόσο πολύ με την ιδέα που εμφανίστηκε στη σκέψη μου: να φροντίσω με κάθε τρόπο ώστε εσύ, που είσαι, όπως λένε, «αδελφός μου στο πνεύμα και στα γούστα», στην περίπτωση που αποδειχτεί πως είσαι ήδη συνηθισμένος να διαβάζεις βιβλία κάθε είδους μεν, αλλά μόνο από εκείνα που είναι γραμμένα αποκλειστικά σ αυτήν που ονόμασα προηγουμένως «γλώσσα των διανοούμενων», αν έχεις ήδη πληρώσει χρήματα για τις συγγραφές μου και μάθεις εκ των υστέρων ότι δεν είναι γραμμένα στη συνηθισμένη βολική γλώσσα που διαβάζεται εύκολα, να μην είσαι υποχρεωμένος να διαβάσεις τα έργα μου ως το τέλος, πάση θυσία, σαν αποτέλεσμα της ανθρώπινης τάσης που ανέφερα, όπως την έπαθε ο φουκαράς ο Υπερκαυκασιανός μας Κούρδος, που αισθάνθηκε υποχρεωμένος να συνεχίσει να τρώει κάτι που του άρεσε, λόγω εμφάνισης και μόνο — τις ένδοξες δηλαδή εκείνες κόκκινες πιπεριές που «δε σηκώνουνε αστεία». |
1.17.Α |
Κι έτσι, για να αποφύγω κάθε παρεξήγηση που θα προέκυπτε από αυτή την τάση, τα δεδομένα για την οποία σχηματίζονται στην «παρουσία» του σύγχρονου ανθρώπου, προφανώς χάρη στο ότι συχνάζει στους κινηματογράφους και στο ότι δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να κοιτάξει με πονηρό μάτι τα πρόσωπα του αντίθετου φύλου, θέλω να τυπωθεί αυτή η εισαγωγή με τον τρόπο που είπα, έτσι που να μπορεί κανείς να τη διαβάσει χωρίς να κόψει τις σελίδες. |
1.17.Α |
Διαφορετικά ο βιβλιοπώλης θα «βρει πάτημα», όπως λένε, και δίχως άλλο θα συμπεριφερθεί ακόμα μια φορά, σύμφωνα με τη βασική αρχή που έχουν οι βιβλιοπώλες εν γένει, την οποία οι ίδιοι διατυπώνουν ως εξής: «θα είσαι βλάκας αν αφήσεις να σου ξεφύγει το ψάρι που έχαψε το δόλωμα», και θα αρνηθεί να του επιστρέψεις ένα βιβλίο που του έχεις κόψει τις σελίδες. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο· αντίθετα, είμαι βέβαιος πως κάθε βιβλιοπώλης θα δείξει αυτή την ασυνειδησία. |
1.17-8.Α |
Τα στοιχεία που δημιούργησαν αυτή τη βεβαιότητα για την έλλειψη συνείδησης εκ μέρους των βιβλιοπωλών, σχηματίστηκαν μέσα μου κάποτε που έκανα το επάγγελμα του «Ινδού Φακίρη», όταν, για να ξεδιαλύνω ένα κάποιο «υπερφιλοσοφικό» ζήτημα, εκτός των άλλων που χρειαζόμουν, έπρεπε να εξοικειωθώ και με τη συνειρμική διαδικασία με την οποία εκδηλώνεται ο κατασκευασμένος μηχανικά ψυχισμός των σύγχρονων βιβλιοπωλών και των πωλητών τους, τη στιγμή που βάζουνε στο χέρι του πελάτη ένα βιβλίο που θέλουν να ξεφορτωθούν. |
1.18.Α |
Επειδή τα γνωρίζω όλα αυτά κι επειδή από τότε που έπαθα το ατύχημα είμαι συνήθως δίκαιος και πάρα πολύ φιλότιμος, δεν μπορώ και θα το ξαναπώ, ή μάλλον ξανά θα σε προειδοποιήσω, κι επιπλέον θα σε παρακαλέσω συμβουλευτικά, πριν αρχίσεις να κόβεις τις σελίδες τούτου του βιβλίου, διάβασε ως το τέλος πολύ προσεκτικά, και όχι μια φορά μόνο, αυτό το πρώτο κεφάλαιο. |
1.18.Α |
Όμως στην περίπτωση που παρόλες τις προειδοποιήσεις μου θα θελήσεις να γνωρίσεις παραπέρα το περιεχόμενο των διατριβών μου, τότε δε μου μένει παρά να σου ευχηθώ, με τη «γνήσια ψυχή» μου, καλή, πολύ καλή όρεξη και εύχομαι να «χωνέψεις» όλα αυτά που διαβάζεις, όχι μόνο για το καλό το δικό σου, αλλά και για το καλό όλων γύρω σου. |
1.18-9.Α |
Είπα «με τη γνήσια ψυχή μου», και να γιατί: καθώς ζω στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, έρχομαι συχνά σ επαφή με ανθρώπους, οι οποίοι σε κάθε περίσταση, κατάλληλη και ακατάλληλη, αρέσκονται να πιάνουν στο στόμα τους κάθε ιερό όνομα που θα πρεπε να ανήκει μόνο στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου, δηλαδή με ανθρώπους που ορκίζονται χωρίς λόγο. Επειδή εγώ είμαι, όπως σας ομολόγησα, δηλωμένος θιασώτης γενικά των γνωμικών της λαϊκής σοφίας, που παγιώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, όχι μόνο των θεωρητικών ρητών — όπως οι σύγχρονοι άνθρωποι — αλλά και των πρακτικών, έχοντας υπόψη και το ρητό το οποίο στην περίσταση αυτή αντιστοιχεί σ αυτό που εκφράζεται με τις λέξεις, «όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνουν οι Ρωμαίοι», αποφάσισα, για να είμαι εναρμονισμένος με το έθιμο που έχουν εδώ στην Ευρώπη να ορκίζονται στις συνηθισμένες τους συζητήσεις, και, ταυτόχρονα, για να μην παραβώ την εντολή που δόθηκε από το ιερό στόμα του Αγίου Μωυσή, να «μη χρησιμοποιείς τα ιερά ονόματα επί ματαίω», αποφάσισα λοιπόν να εκμεταλλευτώ μία ιδιομορφία που υπάρχει στη «φρέσκια» γλώσσα που είναι της μόδας, τα αγγλικά, και άρχισα, όταν είναι απαραίτητο, να ορκίζομαι «στην εγγλέζικη ψυχή μου». |
1.19.Α |
Το θέμα είναι ότι, στη γλώσσα αυτή, η λέξη «ψυχή» και η λέξη «σόλα» προφέρονται, και μάλιστα γράφονται σχεδόν απαράλλαχτα. |
1.19.Α |
Δεν ξέρω πώς σου φαίνεται εσένα, που είσαι κιόλας εν μέρει υποψήφιος αγοραστής των συγγραφών μου, αλλά η δική μου ιδιότυπη φύση δεν μπορεί, έστω και με μεγάλη προσπάθεια του νου μου, να μην αγανακτήσει μ αυτή την εκδήλωση των εκπροσώπων του σύγχρονου πολιτισμού. Μα πώς μπορούν, τέλος πάντων, να ονομάζουν με την ίδια λέξη ό,τι ανώτερο έχει ο άνθρωπος, που είναι ιδιαίτερα αγαπητό στο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟ ΜΑΣ ΠΑΤΕΡΑ, και ό,τι κατώτερο και ρυπαρότερο έχει; |
1.19.Α |
Εν πάση περιπτώσει, αρκετά «φιλολογήσαμε». Ας ξαναγυρίσουμε στον κύριο σκοπό αυτού του πρώτου κεφαλαίου, ο οποίος είναι, μεταξύ άλλων, αφενός να ξυπνήσει σε μένα και στον αναγνώστη τις νυσταλέες σκέψεις μας, και αφετέρου να προειδοποιήσει τον αναγνώστη για κάτι. |
1.19.Α |
Έτσι, λοιπόν, στο μυαλό μου έχω κιόλας συνθέσει το σχέδιο και τη σειρά των όσων σκοπεύω να αναπτύξω, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι, συνειδητά, δεν έχω ιδέα τι μορφή θα πάρουν αυτά στο χαρτί· παρόλα αυτά, υποσυνείδητα, νιώθω ξεκάθαρα ότι θα είναι κάτι, ας πούμε, «καυτό», που θα επιδράσει στη συνολική παρουσία του κάθε αναγνώστη με τον ίδιο τρόπο που επέδρασαν οι πιπεριές σ εκείνο το φουκαρά τον Κούρδο από την Υπερκαυκασία. |
1.19-20.Α |
Τώρα που ξέρετε την ιστορία του πατριώτη μας του Κούρδου, το θεωρώ χρέος μου να σας εκμυστηρευτώ ορισμένα πράγματα. Πριν συνεχίσω λοιπόν αυτό το πρώτο κεφάλαιο, που αποτελεί την εισαγωγή για όλα αυτά τα οποία σκοπεύω να γράψω, επιθυμώ να πληροφορήσω την «καθαρή» σας συνειδητότητα, θέλω να πω αυτή που έχετε όταν είστε ξυπνητοί, ότι, στη συνέχεια του έργου μου, σκόπιμα θα εκθέσω τις ιδέες μου με τέτοια τάξη και τέτοια λογική αντιπαράθεση ώστε η ουσία ορισμένων πραγματικών εννοιών να μπορεί αυτόματα να περάσει από αυτή τη «συνειδητότητα του ξύπνου», την οποία οι περισσότεροι από τους σύγχρονους ανθρώπους, από άγνοια, θεωρούν σαν την αληθινή συνειδητότητα (ενώ εγώ διαβεβαιώνω και αποδεικνύω πειραματικά πως είναι φαντασίωση) σ αυτό που εσείς ονομάζετε «υποσυνείδητο», το οποίο θα έπρεπε να είναι, κατ εμένα, η αληθινή ανθρώπινη συνειδητότητα — με σκοπό οι έννοιες αυτές να επιφέρουν μηχανικά στη συνολική παρουσία του ανθρώπου τον αναγκαίο μετασχηματισμό, του οποίου τα αποτελέσματα, κάτω από τη δράση της ενεργητικής θεληματικής του σκέψης, θα τον κάνουν να είναι άνθρωπος και όχι ένα απλό μονόμυαλο ή δίμυαλο ζώο. |
1.20.Α |
Αποφάσισα να ενεργήσω έτσι ώστε αυτό το κεφάλαιο της εισαγωγής, που σκοπό έχει να ξυπνήσει τη συνειδητότητά σας, να εκπληρώσει την αποστολή του στο ακέραιο, και να μην αγγίξει μόνο την «κατά φαντασίαν συνειδητότητά» σας, που μόνο εγώ μέχρι στιγμής την αποκαλώ έτσι, αλλά και την αληθινή σας συνειδητότητα — που εσείς την ονομάζετε υποσυνείδητο — και να σας αναγκάσει, ίσως για πρώτη φορά, να σκεφτείτε ενεργητικά. |
1.20.Α |
Στο σύνολο του κάθε ανθρώπου, οποιαδήποτε κι αν είναι η κληρονομικότητα και η παιδεία του, σχηματίζονται δύο ανεξάρτητες συνειδητότητες, που δεν έχουν τίποτα το κοινό μεταξύ τους, ούτε στη λειτουργία τους, ούτε στις εκδηλώσεις τους. Η πρώτη σχηματίζεται από την πρόσληψη όλων των τυχαίων μηχανικών εντυπώσεων, καθώς και από τις εντυπώσεις που άλλοι δημιουργούν ηθελημένα, στις οποίες πρέπει να συμπεριλάβουμε και όλες σχεδόν τις λέξεις, που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά «ήχοι» χωρίς περιεχόμενο· η δεύτερη σχηματίζεται είτε από τα «από πριν παγιωμένα υλικά αποτελέσματα» τα οποία μεταβιβάστηκαν στον άνθρωπο κληρονομικά και έχουν συγχωνευθεί στα αντίστοιχα τμήματα της συνολικής του παρουσίας, ή από συνειρμικές αντιπαραθέσεις που ο ίδιος δημιουργεί σκόπιμα χρησιμοποιώντας αυτά τα ίδια τα «υλοποιημένα δεδομένα». |
1.20.Α |
Αυτή η δεύτερη συνειδητότητα του ανθρώπου που δεν είναι άλλο από εκείνο το οποίο εσείς ονομάζετε «υποσυνείδητο», το οποίο όπως ανέφερα έχει σχηματιστεί από τα «υλοποιημένα αποτελέσματα» της κληρονομικότητας και από ηθελημένα πραγματοποιημένες αντιπαραθέσεις, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να υπερισχύει σε ολόκληρη την παρουσία του ανθρώπου. Η γνώμη αυτή βασίζεται σε πειραματικές έρευνες που κράτησαν πολλά χρόνια, κάτω από εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες. |
1.20-1.Α |
Ξεκινώντας απ αυτή την πεποίθηση, που ίσως να μην είναι για σας παρά προϊόν της φαντασίας ενός τρελού, μου είναι αδύνατον σήμερα, όπως καταλαβαίνετε, να αγνοήσω τη δεύτερη αυτή συνειδητότητα. Και επιπλέον αισθάνομαι ότι η ουσία μου με αναγκάζει να συντάξω αυτό το πρώτο κεφάλαιο των έργων μου, το οποίο πρέπει να χρησιμέψει ως γενικός πρόλογος, έτσι που να μπορεί να αγγίζει και να «αναταράζει» τις όσες αντιλήψεις βρίσκονται συσσωρευμένες και στις δυο σας συνειδητότητες, με τρόπο που να εξυπηρετεί το σκοπό μου. |
1.21.Α |
Μ αυτή την ιδέα κατά νου, θα αρχίσω πληροφορώντας τη φανταστική σας συνειδητότητα ότι χάρη σε τρία ιδιαίτερα ψυχικά δεδομένα που κρυσταλλώθηκαν στη γενική μου παρουσία κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής μου ηλικίας, είμαι πράγματι «μοναδικός στο είδος μου» για να «θαλασσώνω και να μπουρδουκλώνω» στους ανθρώπους που συναντώ, όλες τις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις τις οποίες θεωρούσαν ακλόνητες μέσα τους. |
1.21.Α |
Βρε! Βρε! Βρε!… Αισθάνομαι κιόλας ότι μέσα στην «ψεύτικη» συνειδητότητά σας — την «αληθινή» για σας — γυρίζουνε σαν «τυφλωμένες μύγες» όλα τα δεδομένα που κληρονομήθηκαν από «τη μαμά και το θείο», το σύνολο των οποίων παντού και πάντα, δεν δημιουργεί μέσα σας τίποτε περισσότερο από μια παρόρμηση περιέργειας. Έτσι τώρα θα θέλατε να μάθετε, όσο πιο γρήγορα γίνεται, γιατί εγώ, ένας αρχάριος συγγραφέας, που δεν έχετε δει το όνομά του μέχρι τώρα πουθενά στις εφημερίδες, έγινα ξαφνικά τόσο μοναδικός. |
1.21-2.Α |
Δεν πειράζει! Προσωπικά είμαι πολύ ευχαριστημένος που βλέπω να εμφανίζεται αυτή η περιέργεια, έστω κι αν είναι μόνο στην «ψεύτικη» συνειδητότητά σας, γιατί από την πείρα μου γνωρίζω ότι, σε ορισμένους, η τάση αυτή, η ανάξια για τον άνθρωπο, μπορεί καμιά φορά να αλλάξει φύση και να μετασχηματιστεί σε μία αξιέπαινη παρόρμηση που ονομάζεται «επιθυμία για γνώση» και, με τη σειρά της, βοηθά το σύγχρονο άνθρωπο να αντιληφθεί καλύτερα και να καταλάβει σωστότερα την ουσία κάθε αντικειμένου πάνω στο οποίο θα τύχει να συγκεντρώσει την προσοχή του· έτσι λοιπόν δέχομαι, και μάλιστα μ ευχαρίστηση, να ικανοποιήσω αυτή την περιέργεια που εμφανίζεται μέσα σας. Ακούστε λοιπόν, και προσπαθήστε να με δικαιώσετε και να μη διαψεύσετε τις ελπίδες μου! Η ιδιότυπη προσωπικότητά μου, την οποία έχουν ήδη «μυριστεί» ορισμένα άτομα που ανήκουν στις δύο χορωδίες του Ανώτατου Δικαστηρίου που απονέμει την αντικειμενική Δικαιοσύνη και που, εδώ στη Γη, την αντιλήφθηκε ένας πολύ περιορισμένος αριθμός προσώπων, δομήθηκε πάνω σε τρία συγκεκριμένα στοιχεία που παγιώθηκαν μέσα μου κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής μου ηλικίας. Το πρώτο στοιχείο, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε, έγινε ο κατευθυντήριος μοχλός της ακέραιης Ολότητάς μου, και τα δύο άλλα οι «ζωογόνες πηγές» οι οποίες τρέφουν και τελειοποιούν το πρώτο. |
1.22.Α |
Αυτό το πρώτο στοιχείο συγκροτήθηκε μέσα μου τον καιρό που ήμουν ακόμα «πιτσιρίκος». Η μακαρίτισσα η αγαπημένη μου γιαγιά ζούσε ακόμα· μόλις είχε περάσει τα εκατό. |
1.22.Α |
Τη στιγμή που πέθαινε — είθε να κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών — η μάνα μου με οδήγησε στο κρεβάτι της, όπως ήταν τότε η συνήθεια, και καθώς φιλούσα το δεξί της χέρι, η αγαπημένη μου γιαγιά έβαλε το αριστερό της πάνω στο κεφάλι μου και μου είπε ψιθυριστά αλλά καθαρά: |
1.22.Α |
«Εσύ… ο πρωτότοκος από τους εγγονούς μου! Άκου… και να θυμάσαι πάντοτε τα τελευταία μου λόγια: στη ζωή, ποτέ να μην κάνεις τίποτε όπως το κάνουν οι άλλοι». |
1.22.Α |
Μετά, κάρφωσε το βλέμμα της στη ρίζα της μύτης μου και, βλέποντας ίσως ότι τα λόγια της με είχανε φέρει σε αμηχανία, πρόσθεσε, λίγο πειραγμένη, με τόνο αυταρχικό: |
1.22.Α |
«Είτε μην κάνεις τίποτε απολύτως — πήγαινε απλώς στο σχολείο — ή κάνε κάτι που δεν το κάνει κανένας άλλος». |
1.22.Α |
Και αμέσως, χωρίς να διστάσει, με κάποια δόση περιφρόνησης για όλο το περιβάλλον γύρω της και με μεγάλη συνείδηση του εαυτού της, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια της Αυτού Πιστότητος του Αρχαγγέλου Γαβριήλ. |
1.22-3.Α |
Μου φαίνεται ότι θα σας ενδιέφερε, και ίσως να ήταν και διδακτικό αν μαθαίνατε, πως όλα αυτά μου έκαναν τόσο έντονη εντύπωση, που ξαφνικά δεν μπορούσα πια να ανεχτώ τους άλλους, κι αφού βγήκαμε από το δωμάτιο όπου βρισκόταν το φθαρτό «πλανητικό σώμα» της αιτίας της αιτίας του ερχομού μου στον κόσμο, προσπαθώντας να περάσω απαρατήρητος, τρύπωσα πολύ ήσυχα στο λάκο όπου τη Σαρακοστή έριχναν τις πατατόφλουδες και το πίτουρο για τους «σκουπιδιάρηδες», δηλαδή για τα γουρούνια μας. Έμεινα εκεί ανάσκελα, χωρίς να φάω και να πιω, σ έναν ανεμοστρόβιλο από συνταρακτικές και μπερδεμένες σκέψεις, και ευτυχώς δεν είχα και πολλές στο παιδικό μυαλό μου, ώσπου η μητέρα μου γύρισε από το νεκροταφείο και με ανάγκασαν να βγω από τη νάρκη μου τα κλάματά της, όταν ανακαλύπτοντας πως έλειπα, με έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα. Βγαίνοντας τότε από το λάκο, έμεινα στην άκρη λίγες στιγμές ακίνητος, με τα χέρια τεντωμένα μπροστά, κι έπειτα όρμησα απάνω της, κρεμάστηκα δυνατά από τις φούστες της και χοροπηδώντας άρχισα, χωρίς να ξέρω γιατί, να γκαρίζω σαν τον γάιδαρο του γείτονά μας του ανακριτή. |
1.23.Α |
Γιατί άραγε μου έκαναν όλα αυτά τόσο μεγάλη εντύπωση; Και γιατί εκδηλώθηκα, σχεδόν αυτόματα, με τρόπο τόσο παράδοξο; Το σκέφτομαι συχνά τα τελευταία χρόνια, ιδίως κάθε Σαρακοστή, αλλά ως τώρα δεν το έχω καταλάβει ακόμα. |
1.23.Α |
Η μόνη λογική υπόθεση που μπορώ να κάνω για να το εξηγήσω είναι ότι το δωμάτιο όπου γινόταν η τελετή, η οποία τελικά είχε τόσο φοβερή επίδραση σε όλη μου τη ζωή, ήταν εμποτισμένο, σε κάθε γωνιά, με το άρωμα κάποιου λιβανιού που έφερναν από ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, ονομαστό στους οπαδούς όλων των αποχρώσεων της Χριστιανικής Θρησκείας. Εν πάση περιπτώσει, το συμβάν αυτό παραμένει μέχρι σήμερα γεγονός. |
1.23.Α |
Για μέρες μετά από αυτό το επεισόδιο, τίποτα το ιδιαίτερο δεν συνέβηκε στη γενική μου κατάσταση, εκτός κι αν είχε ίσως κάποια σχέση το γεγονός πως είχα συχνότερα από όσο συνήθιζα τα πόδια στον αέρα, πως περπατούσα δηλαδή με τα χέρια. |
1.23-4.Α |
Στα σαράντα, από το θάνατο της αγαπημένης μου γιαγιάς, συνέβηκε η πρώτη από τις πράξεις μου που ήταν εντελώς ασύμφωνη προς τις εκδηλώσεις των άλλων, αν και στην πραγματικότητα δε συμμετείχε σ αυτήν η συνειδητότητά μου, ούτε άλλωστε και το υποσυνείδητό μου. Σύμφωνα με το έθιμο, στο νεκροταφείο είχε μαζευτεί για το μνημόσυνο ολόκληρη η οικογένεια, κοντινοί και μακρινοί συγγενείς και όλοι όσοι εκτιμούσαν τη γιαγιά μου, η οποία ήταν πολύ αγαπητή, όταν ξαφνικά, χωρίς λόγο και αιτία, αντί να συμμορφωθώ με την «εθιμοτυπία», όπως όλοι οι άνθρωποι όλων των τάξεων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ή έστω και ασαφή ηθική, δηλαδή αντί να στέκομαι ήσυχος σαν αποσβολωμένος, με έκφραση λύπης στο πρόσωπο, ή και με δάκρυα στα μάτια, άρχισα να χοροπηδάω γύρω από το μνήμα και να τραγουδάω: |
1.24.Α |
Έτσι, από εκείνο το συμβάν και ως τώρα, όταν αντιμετωπίζω οποιονδήποτε «πιθηκισμό», δηλαδή κάθε μίμηση των αυτοματικών εκδηλώσεων που συνηθίζουν οι άνθρωποι γύρω μου, παντού και πάντα, δημιουργείται στην παρουσία μου «κάτι» που μου ξυπνάει, αυτό που θα ονόμαζα τώρα, «ακατανίκητη παρόρμηση» να μην κάνω τίποτα όπως το κάνουν οι άλλοι. |
1.24.Α |
Σ εκείνη την ηλικία, για παράδειγμα, έκανα τα εξής: Όταν ο αδελφός μου, οι αδελφές μου και τα γειτονόπουλα που παίζαμε μαζί, μάθαιναν να πιάνουν την μπάλα με το δεξί χέρι, εγώ πρώτα την πέταγα κάτω με δύναμη να τιναχτεί, έκανα μια τούμπα, και την έπιανα με το αριστερό, πάντα με τα δύο δάχτυλα. Ή, αν τα άλλα παιδιά τσουλούσαν στα έλκυθρα με το κεφάλι, εγώ το έκανα ανάποδα, το «πίσω μπρος» όπως λέγανε. Ή πάλι, όταν μας μοίραζαν τα «γλυκά από το Αμπαράμ», οι άλλοι τα έτρωγαν γλείφοντάς τα για να τα δοκιμάσουν, και βέβαια για να τα ευχαριστηθούν σιγά-σιγά, ενώ εγώ πρώτα το μύριζα από παντού, και ίσως το έφερνα και στο αυτί μου, το αφουγκραζόμουν με προσοχή και, μετά, σχεδόν ασυνείδητα ίσως αλλά οπωσδήποτε στα σοβαρά, ψιθύριζα μόνος μου: «μπράβο, σφίξου και μη σπάσεις· μην το τρως ώσπου να σκάσεις», και μουρμουρίζοντας ρυθμικά το έκανα μια μπουκιά, καταπίνοντάς το ολόκληρο χωρίς να το γευτώ, και ούτω καθεξής. |
1.24-5.Α |
Το πρώτο γεγονός που δημιούργησε μέσα μου το ένα από τα δύο στοιχεία που ανέφερα, και έκτοτε έγιναν οι «ζωογόνες πηγές» που τρέφουν και τελειοποιούν την προτροπή της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου, συνέβηκε όταν από πιτσιρίκος που ήμουν, είχα πια γίνει ένας «νεαρός κατεργάρης» και ήμουν ήδη, όπως λένε καμιά φορά, υποψήφιος να πάρω τον τίτλο του νεαρού «με ευχάριστο παρουσιαστικό και αμφίβολο περιεχόμενο». |
1.25.Α |
Το επεισόδιο αυτό συνέβηκε κάτω από τις εξής συνθήκες, που ίσως να τις είχε κανονίσει η ίδια η Μοίρα. |
1.25.Α |
Μια μέρα, με τη βοήθεια μερικών νεαρών κατεργαρέων σαν κι εμένα, έστηνα θηλιές στη σκεπή του γειτονικού σπιτιού για να τσακώσω περιστέρια. Κάποιο παιδί, που στεκόταν από πάνω μου και με παρατηρούσε προσεκτικά, είπε: |
1.25.Α |
«Εγώ στη θέση σου θα έδενα την αλογότριχα έτσι που να μην μπορεί το περιστέρι να πιαστεί απ το μεγάλο δάχτυλο, γιατί ο καθηγητής της ζωολογίας μας είπε πως στο μεγάλο δάχτυλο του περιστεριού συγκεντρώνεται, όταν τινάζεται, όλη η δύναμή του, κι έτσι, αν πιαστεί στη θηλιά από κει, μπορεί να τη σπάσει πολύ εύκολα». |
1.25.Α |
Ενός άλλου, που ήταν σκυμμένος απέναντί μου, και δεν μπορούσε να μιλήσει χωρίς να εκτοξεύσει χείμαρρο τα σάλια σε κάθε κατεύθυνση, δεν του άρεσε αυτή η ιδέα και άρχισε να μας καταβρέχει με τα σάλια του λέγοντας: |
1.25.Α |
— Βούλωσε το βρωμομπάσταρδε, γέννημα των Οτεντότων! Τι έκτρωμα που είσαι, εσύ κι ο καθηγητής σου! Ακόμα κι αν όλη η δύναμη του περιστεριού είναι μαζεμένη στο μεγάλο του δάχτυλο, ένας λόγος παραπάνω, εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να κανονίσουμε να πιαστεί μέσα στη θηλιά αυτό ακριβώς το δάχτυλο. Μόνο τότε θα αποκτήσει νόημα γι αυτό που πάμε να κάνουμε — να πιάσουμε αυτά τα δύστυχα πλάσματα, τα περιστέρια — μια κάποια ιδιομορφία έμφυτη σε κάθε ον που έχει εκείνο το μαλακό και γλοιώδες «κάτι», το μυαλό, και να πώς: όταν, εξαιτίας νέων επιρροών από τις οποίες εξαρτάται η ασήμαντη δύναμη εκδήλωσης αυτού του μυαλού, πραγματώνεται σύμφωνα προς τους νόμους μία περιοδικά αναγκαία αλλαγή παρουσίας, τότε η κάποια αταξία που προκύπτει — και της οποίας ο λόγος ύπαρξης είναι να εντείνει άλλες εκδηλώσεις της συνολικής λειτουργίας — προσδιορίζει αμέσως μία πρόσκαιρη μετατόπιση του κέντρου βάρους όλου του οργανισμού, μέσα στον οποίο εκείνο το γλοιώδες «κάτι» έχει πολύ μικρό ρόλο, και σαν αποτέλεσμα έχουμε, συχνά, για το σύνολο αυτής της λειτουργίας, απρόβλεπτα αποτελέσματα που είναι γελοία μέχρι σημείου παραλογισμού…» |
1.25-6.Α |
Τις τελευταίες λέξεις τις εκτόξευσε με τόση ποσότητα σάλιου, που το πρόσωπο μου φαινόταν σαν να το περιποιήθηκαν με κανένα γνήσιο «ψεκαστήρα» ανιλίνης με τον οποίο βάφουν υφάσματα γερμανικής προελεύσεως και κατασκευής. |
1.26.Α |
Αυτό ξεπερνούσε την αντοχή μου τόσο που, χωρίς να αλλάξω στάση, τινάχτηκα κατά πάνω του με το κεφάλι, κουτουλώντας τον στο στομάχι με τέτοια δύναμη που τον ξάπλωσα ανάσκελα, «αναίσθητο» όπως λένε. |
1.26.Α |
Δεν ξέρω και δεν θέλω να ξέρω τι θα εμφανιστεί στη σκέψη σας σαν αποτέλεσμα της αφήγησης που κάνω για τις παράδοξες συμπτώσεις των περιστάσεων τις οποίες θα σας περιγράψω· για μένα, αυτές οι συμπτώσεις συνέβαλαν ουσιαστικά στο να με κάνουν να πιστέψω στην πιθανότητα του γεγονότος ότι το επεισόδιο που περιγράφω δεν ήταν απλώς θέμα τύχης, αλλά είχε σκόπιμα δημιουργηθεί από ορισμένες ξένες δυνάμεις. |
1.26.Α |
Το θέμα είναι ότι αυτό το χτύπημα μου το είχε μάθει πριν λίγες μόλις μέρες ένας Έλληνας παπάς από την Τουρκία, που είχε φτάσει στην πόλη μας κυνηγημένος από τους Τούρκους για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, και οι γονείς μου τον είχαν πάρει για να με βοηθάει στα Νέα Ελληνικά. |
1.26.Α |
Δεν γνωρίζω σε τι στοιχεία στήριζε ο παπάς τις πολιτικές του ιδέες και πεποιθήσεις, αλλά θυμάμαι πολύ καλά πως σε όλες μας τις συζητήσεις, ακόμα και όταν μου εξηγούσε τις διαφορές στα επιφωνήματα ανάμεσα στα Αρχαία και στα Νέα Ελληνικά, φαινόταν καθαρά η επιθυμία του να επιστρέψει στην Κρήτη και να συμπεριφερθεί εκεί όπως αρμόζει σ έναν αληθινό πατριώτη. |
1.26.Α |
Πρέπει λοιπόν να ομολογήσω πως κι εγώ ο ίδιος φοβήθηκα τα αποτελέσματα εκείνου του χτυπήματος διότι, επειδή δεν ήξερα τίποτα ακόμα σχετικά με τα αποτελέσματα μιας κουτουλιάς στο στομάχι, πίστευα πως τον είχα σκοτώσει. |
1.26.Α |
Ενώ ένιωθα αυτή την τρομάρα, ένας άλλος εξάδελφος εκείνου που έγινε το πρώτο θύμα του «κόλπου της αυτοάμυνάς» μου, βλέποντας τι έγινε, χωρίς να χάσει χρόνο, μου έριξε μια μπουνιά στο πρόσωπο, σπρωγμένος από το συναίσθημα της «συγγένειας» προφανώς. |
1.26.Α |
Το χτύπημα μ έκανε να δω «τον ουρανό σφοντύλι», όπως λένε, ενώ το στόμα μου γέμισε με κάτι σαν να του είχαν χώσει πίτουρο για να φάνε χίλια κοτόπουλα. |
1.26-7.Α |
Σε λίγο, όταν ηρέμησαν κάπως μέσα μου οι δύο αυτές ασυνήθιστες αισθήσεις, ανακάλυψα πως πράγματι υπήρχε στο στόμα μου ένα ξένο σώμα. Το τράβηξα αμέσως με τα δάχτυλα μου: ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν ένα δόντι, πολύ μεγάλο και παράξενο. |
1.27.Α |
Βλέποντάς με να εξετάζω το περίεργο αυτό δόντι, τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω μου, και άρχισαν κι αυτά να το περιεργάζονται, χωρίς να βγάζουν τσιμουδιά. Το θύμα μου, στο μεταξύ, είχε βρει τις αισθήσεις του, είχε σηκωθεί, με πλησίασε και κοιτούσε κι αυτός με τ άλλα παιδιά σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. |
1.27.Α |
Το περίεργο αυτό δόντι είχε εφτά ρίζες και στην άκρη της κάθε μιας υπήρχε, φωτεινή, μία σταγόνα αίμα· και μέσα από κάθε μία από τις σταγόνες αυτές έλαμπε, ξεκάθαρα, μία από τις εφτά όψεις της εκδήλωσης του λευκού φωτός. |
1.27.Α |
Μετά από αυτή την βουβαμάρα, που ήταν τόσο ασυνήθιστη για μας τους «νεαρούς κατεργαρέους», ξέσπασε η συνηθισμένη φασαρία και αποφασίσαμε να πάμε αμέσως στον κουρέα, που ήταν ειδικός να ξεριζώνει δόντια, και να τον ρωτήσουμε γιατί αυτό το δόντι ήταν έτσι. |
1.27.Α |
Κατρακυλήσαμε λοιπόν όλοι από τη στέγη και ξεκινήσαμε για τον κουρέα. Εγώ, ο «ήρωας της ημέρας», περπατούσα φυσικά μπροστά. |
1.27.Α |
Ο κουρέας, ρίχνοντας μια αδιάφορη ματιά δήλωσε απλώς πως ήταν φρονιμήτης, πως τέτοιο δόντι έχουν όλοι όσοι είναι γένους αρσενικού και μεγαλώνουν αποκλειστικά με το γάλα της μάνας τους μέχρι να πρωτοπούνε «μπαμπά» και «μαμά», και που μπορούν να ξεχωρίσουν αμέσως ποιος είναι ο πατέρας τους. |
1.27-8.Α |
Το γεγονός αυτό, στο οποίο ο φτωχός μου φρονιμήτης ήταν, ας πούμε, το «εξιλαστήριο θύμα», είχε διπλό αποτέλεσμα. Αφενός η συνειδητότητά μου άρχισε από τη στιγμή εκείνη συνεχώς, παντού και με κάθε ευκαιρία, να αφομοιώνει την πεμπτουσία των τελευταίων λόγων της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου — ο Θεός να την αναπαύσει. Αφετέρου, καθώς δεν πήγα σε «διπλωματούχο οδοντίατρο» να φροντίσει την πληγή του δοντιού, (πράγμα που εξάλλου δεν γινόταν αφού το σπίτι μας ήταν μακριά από κάθε σύγχρονη πόλη), άρχισε απ αυτή να βγαίνει συνέχεια «κάποια ουσία» που, όπως μόλις τελευταία μου εξήγησε ένας διάσημος μετεωρολόγος με τον οποίο έτυχε να γίνουμε, όπως λένε, «αδελφικοί φίλοι», καθώς συναντιόμασταν συχνά στα νυχτερινά εστιατόρια της Μονμάρτρης, είχε την ιδιότητα να μου ξυπνά το ενδιαφέρον και την τάση να ψάχνω τα αίτια για κάθε ασυνήθιστο «πραγματικό γεγονός»· και αυτή η ιδιότητα, που δεν είναι κληρονομική, με έκανε σιγά-σιγά ειδικό στην τέχνη να ερευνώ σε βάθος «τα ύποπτα φαινόμενα κάθε λογής» που εύρισκα μπροστά μου. |
1.28.Α |
Και όταν μετασχηματίστηκα σε νεαρό του τύπου που χαρακτήρισα πιο πάνω — με τη βοήθεια, εννοείται, του ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ, ΤΟΥ ΑΝΕΛΕΗΤΟΥ ΗΡΩΠΑΣ, δηλαδή του «Χρόνου που περνάει» — η νέα αυτή ιδιότητα έφτασε να γίνει αστείρευτη πηγή και διαρκής εστία συνειδητότητας για μένα. |
1.28.Α |
Ο δεύτερος ζωογόνος παράγοντας, που εξασφάλισε την οριστική συγχώνευση της τελευταίας θέλησης της αγαπημένης μου γιαγιάς με τα συστατικά στοιχεία της ατομικότητάς μου, ήταν το σύνολο των εντυπώσεων τις οποίες πήρα από πληροφορίες που έτυχε να αποκτήσω σχετικά μ ένα γεγονός που συνέβηκε εδώ στη Γη, και δείχνει ποια είναι η προέλευση εκείνης της «αρχής», η οποία — όπως απέδειξε ο κ. Άλλαν Κάρντεκ κατά τη διάρκεια μιας «απόλυτα μυστικής» πνευματιστικής συγκέντρωσης — τελικά έγινε παντού μία από τις σπουδαιότερες «αρχές της ζωής» για όλα τα όντα σαν κι εμάς που βρίσκονται σε όλους τους πλανήτες του Μεγάλου μας Σύμπαντος. |
1.28.Α |
Αυτή η παγκόσμια αρχή της ζωής διατυπώνεται ως εξής: |
1.28.Α |
«Όταν το γλεντάς, γλεντά το ως το τέρμα, και με τα ταχυδρομικά μαζί». |
1.28.Α |
Καθώς η αρχή αυτή γεννήθηκε στον ίδιο πλανήτη που γεννηθήκατε και σεις, όπου, επιπλέον, περνάτε τη ζωή σας ξαπλωμένοι σε ροδοπέταλα και συχνά χορεύετε φοξ-τροτ, μου φαίνεται πως δεν έχω το δικαίωμα να σας αποκρύψω όσα στοιχεία έχω σχετικά, τα οποία θα διευκρινίσουν ορισμένες λεπτομέρειες του τρόπου εμφάνισης αυτής της παγκόσμιας αρχής. |
1.28-9.Α |
Λίγο αφού εμφυτεύθηκε στη φύση μου η νέα ανεξήγητη επιθυμία να ξεκαθαρίσω τα αληθινά αίτια κάθε λογής «πραγματικού γεγονότος», την πρώτη φορά που πήγα στην καρδιά της Ρωσίας, στη Μόσχα, επειδή δεν βρήκα τίποτα που να ικανοποιεί τις ψυχικές μου ανάγκες, άρχισα να ερευνώ τις ρωσικές παραδόσεις και παροιμίες. Κάποια ωραία πρωία — χωρίς να ξέρω αν αυτό έγινε τυχαία ή αν ήταν αποτέλεσμα κάποιας αντικειμενικής ακολουθίας περιστάσεων, σύμφωνης προς τους νόμους — άκουσα τα εξής: Ένας Ρώσος, που για όσους τον γνώριζαν στη μικρή πόλη όπου ζούσε δεν ήταν παρά ένας απλός έμπορος, έπρεπε να πάει στη δεύτερη πρωτεύουσα της χώρας του, τη Μόσχα, για δουλειές. Ο γιος του, λοιπόν, ο κανακάρης του, στον οποίο είχε ιδιαίτερη αδυναμία — ίσως επειδή έμοιαζε μόνο της μάνας του — του ζήτησε να του φέρει κάποιο βιβλίο. |
1.29.Α |
Σαν έφθασε στη Μόσχα, αυτός που άθελά του έγινε δημιουργός της «παγκόσμιας αρχής της ζωής», έγινε «φέσι» μαζί μ ένα φίλο του — κάτι που συνηθίζεται εκεί ακόμα και σήμερα — πίνοντας γνήσια «ρώσικη βότκα». |
1.29.Α |
Κι αφού τα δύο αυτά μέλη της πιο μεγάλης συνάθροισης δίποδων πλασμάτων άδειασαν τον απαιτούμενο αριθμό ποτηριών από εκείνη τη «ρώσικη ευλογία», άρχισαν να συζητούν το θέμα της «δημόσιας παιδείας», με το οποίο από παλιά συνήθιζαν ν αρχίζουν όλες τις συζητήσεις· έτσι, ξαφνικά, θυμήθηκε συνειρμικά την παραγγελία του αγαπημένου του γιου και αποφάσισε να πάει αμέσως με το φίλο του να αγοράσει το βιβλίο. |
1.29.Α |
Στο μαγαζί, ο έμπορος, αφού ξεφύλλισε το βιβλίο που του έδωσε ο πωλητής, ρώτησε πόσο κάνει. |
1.29.Α |
Ο πωλητής του απάντησε πως έκανε εξήντα καπίκια. |
1.29.Α |
Βλέποντας όμως πως η τιμή που έγραφε στο εξώφυλλο ήταν μόνο σαράντα πέντε, ο έμπορός μας άρχισε να συλλογίζεται περίεργα, κάτι ασυνήθιστο για Ρώσο, και ύστερα, κάνοντας κάποια κίνηση με τους ώμους του, τεντώνοντας ίσια το κορμί του σαν κολώνα και φουσκώνοντας το στήθος του σαν αξιωματικός της φρουράς, μετά από μικρή παύση, πολύ ήσυχα, αλλά με τόνο που έδειχνε μεγάλη επιβολή, είπε: |
1.29.Α |
«Εδώ όμως είναι σημειωμένο σαράντα πέντε καπίκια. Γιατί θέλεις εξήντα;» |
1.29.Α |
Ο πωλητής, παίρνοντας τότε μια στάση γλοιώδη, όπως κάνει κάθε πωλητής, απάντησε πως το βιβλίο πράγματι έκανε μόνο σαράντα πέντε καπίκια, αλλά έπρεπε να πουληθεί εξήντα, γιατί πρόσθεταν δεκαπέντε καπίκια για τα ταχυδρομικά. |
1.29-30.Α |
Με την απάντηση αυτή, ο Ρώσος έμπορός μας τα έχασε, μια και τα δύο αντιφατικά δεδομένα προφανώς συμβιβάζονταν ξεκάθαρα· φαινόταν πως κάτι γινόταν μέσα του και, σηκώνοντας τα μάτια στο ταβάνι, άρχισε να συλλογίζεται, τη φορά αυτή σαν τον Εγγλέζο καθηγητή που έχει εφεύρει την κάψουλα για το ρετσινόλαδο, και ξαφνικά γυρνώντας στο φίλο του, ξεστόμισε, για πρώτη φορά στη Γη, τη φράση, που η ουσία της εκφράζει μία αναμφισβήτητη αντικειμενική αλήθεια, και η οποία έγινε από τότε παροιμία. |
1.30.Α |
∅ |
1.30.Α |
«Αυτό, αγαπητέ μου, δεν θα μας εμποδίσει να πάρουμε το βιβλίο. Σήμερα γλεντάμε, κι όταν το γλεντάς γλέντα το ως το τέρμα, και με τα ταχυδρομικά μαζί». |
1.30.Α |
Όσο για μένα, που δυστυχώς είμαι καταδικασμένος να νιώθω τις χαρές της «Κόλασης» ενόσω ακόμα είμαι ζωντανός, μόλις τα έμαθα όλα αυτά έγινε μέσα μου κάτι πολύ περίεργο, το οποίο δεν έχω ξαναδοκιμάσει ποτέ, ούτε πριν ούτε αργότερα. Ήταν, όπως λένε και οι σύγχρονοι «Χίβιντζες», σαν να άρχισαν να «συναγωνίζονται» μέσα μου κάθε είδους συνειρμοί και συναισθήματα. |
1.30-1.Α |
Ταυτόχρονα άρχισε σε όλη την περιοχή της σπονδυλικής μου στήλης μία σχεδόν ανυπόφορη φαγούρα, κι ένας «κολικός» καταμεσίς στο στήθος μου, το ίδιο ανυπόφορος· και όλες οι αλλόκοτες εκείνες αισθήσεις που η μία ερέθιζε την άλλη, αφού πέρασε αρκετή ώρα έξαφνα αντικαταστάθηκαν από μια τέτοια κατάσταση εσωτερικής ηρεμίας, που όμοια της ένιωσα στη ζωή αργότερα μόνο μια φορά, όταν υποβλήθηκα στην τελετή της μεγάλης μύησης στην Αδελφότητα «Εκείνων που κάνουν βούτυρο απ τον αέρα». Όταν το «Εγώ» μου, εκείνο δηλαδή το «άγνωστο» που σε αρχαίους χρόνους κάποιος παλαβός — τον οποίο οι γύρω του τον έλεγαν «σοφό», όπως και σήμερα ακόμα ονομάζουν τέτοια άτομα — όρισε με τις λέξεις: «μια σχετικά παροδική εμφάνιση, που εξαρτάται από την ποιότητα της λειτουργίας της σκέψης, του συναισθήματος και του οργανικού αυτοματισμού», και το οποίο κάποιος άλλος ξακουστός σοφός της αρχαιότητας, ο Άραβας Μαλ-ελ-Λελ, όρισε ως «το συνδυασμένο αποτέλεσμα του συνειδητού, του υποσυνείδητου και του ενστίκτου» — ένας ορισμός τον οποίο, πρέπει να πούμε, αργότερα «δανείστηκε» ένας σοφός, εξίσου ξακουστός, ο Έλληνας Ξενοφώντας — όταν λοιπόν στην κατάσταση αυτή το «Εγώ» μου έστρεψε τη σαστισμένη του προσοχή προς τα μέσα, διαπίστωσα καταρχήν σαφέστατα ότι όλα όσα μου επέτρεψαν να κατανοήσω και την παραμικρή λέξη εκείνου του γνωμικού, που θεωρείται μια «παγκόσμια αρχή της ζωής», μετασχηματίστηκαν μέσα μου σε μία ιδιαίτερη κοσμική ουσία, η οποία, καθώς συγχωνεύτηκε με τα στοιχεία που είχαν προηγουμένως κρυσταλλωθεί μέσα μου πολύ πριν από την τελευταία επιθυμία της αγαπημένης μου γιαγιάς, άλλαξε τα στοιχεία αυτά και τα έκανε «κάτι», και αυτό το «κάτι», διεισδύοντας παντού στο σύνολό μου, καταστάλαξε για πάντα σε κάθε μόριο της ολότητάς μου. Κατά δεύτερο, το δύστυχο «Εγώ» μου ένιωσε καθαρά και συνειδητοποίησε, μ ένα συναίσθημα υποταγής, το θλιβερό γεγονός ότι παντού και πάντα, χωρίς εξαίρεση, έπρεπε, θέλοντας και μη, να εκδηλώνεται σύμφωνα προς αυτή την ιδιότητα, η οποία δεν σχηματίστηκε στην παρουσία μου σύμφωνα με τους νόμους της κληρονομικότητας, ούτε καν από την επιρροή των συνθηκών του περιβάλλοντος, αλλά κάτω από την επίδραση τριών τυχαίων εξωτερικών αιτίων, που δεν είχαν τίποτε το κοινό μεταξύ τους, δηλαδή πρώτον, χάρη στην παραίνεση ενός προσώπου που, χωρίς να υπάρχει εκ μέρους μου η παραμικρή επιθυμία, ήταν η παθητική αιτία της αιτίας της εμφάνισης μου σ αυτόν τον κόσμο· δεύτερον, εξαιτίας ενός δοντιού που μου έσπασε ένας αλητάκος, επειδή ο ξάδελφός του ήταν «σαλιάρης»· και τρίτον, λόγω της φραστικής διατύπωσης την οποία ξεστόμισε κάποιος μεθυσμένος που μου ήταν τελείως άγνωστος: κάποιος έμπορος «τύπου Μόσχας». |
1.31.Α |
Πριν μάθω αυτή την «παγκόσμια αρχή της ζωής», όταν εκδηλωνόμουν διαφορετικά από τα άλλα όμοια μ εμένα δίποδα ζώα — που είδαν το φως και βλασταίνουν πάνω στον ίδιο μ εμένα πλανήτη — το έκανα με τρόπο αυτόματο και μόνο μερικές φορές μισοσυνειδητά· αλλά μετά απ αυτή την ανακάλυψη, άρχισα να το κάνω συνειδητά και, επιπλέον, με την ενστικτώδη αίσθηση δύο ανάμικτων παρορμήσεων: την αυτοϊκανοποίηση και την αυτεπίγνωση που δημιουργούνται από την ορθή και πιστή εκπλήρωση του χρέους μου προς τη Μητέρα Φύση. |
1.31-2.Α |
Πρέπει μάλιστα να τονίσω, ότι παρόλο που πριν απ αυτό το γεγονός δεν έκανα τίποτα όπως οι άλλοι, ωστόσο η συμπεριφορά μου δεν τράβηξε τα βλέματα των συμπατριωτών μου γύρω μου· από τη στιγμή όμως κατά την οποία η φύση μου αφομοίωσε την ουσία αυτής της αρχής, όλες μου οι εκδηλώσεις, αυτές που έκανα θεληματικά για κάποιο σκοπό ή και όσες γίνονταν για να «περνά η ώρα», απέκτησαν μεγάλη ζωτικότητα και άρχισαν να υποβοηθούν να σχηματιστούν «κάλοι» στα όργανα των αισθήσεων όλων των πλασμάτων σαν κι εμένα, χωρίς εξαίρεση, όταν έστρεφαν άμεσα ή έμμεσα την προσοχή τους προς αυτά τα οποία έκανα· παράλληλα, άρχισα να κάνω ο ίδιος το καθετί έτσι που να συμμορφώνομαι και με το παραπάνω με τις τελευταίες επιθυμίες της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου, μέχρις ότου απέκτησα τη συνήθεια κάθε φορά που αρχίζω κάτι νέο και κάθε φορά που κάτι αλλάζει — σε μεγάλη κλίμακα, εννοείται — πάντα να αρθρώνω, νοερά ή φωναχτά, αυτή την προτροπή: |
1.32.Α |
«Όταν το γλεντάς, γλεντά το ως το τέρμα, και με τα ταχυδρομικά μαζί». |
1.32.Α |
Στη συγκεκριμένη περίσταση, για παράδειγμα, εφόσον για λόγους που δεν εξαρτώνται από μένα αλλά από ορισμένες συμπτωματικές και παράδοξες συνθήκες της ζωής μου, είμαι υποχρεωμένος να γράψω βιβλία, δεν μπορώ παρά να το κάνω σύμφωνα με την ίδια αρχή που έχει λίγο-λίγο συγκεκριμενοποιηθεί από εξαιρετικές συγκυρίες περιστάσεων και που έχει εμποτίσει κάθε μόριο της συνολικής μου παρουσίας. |
1.32.Α |
Τούτη τη φορά θα βάλω αυτή την ψυχο-οργανική μου αρχή σε εφαρμογή ως εξής: δεν πρόκειται να ακολουθήσω τη συνήθεια που έχουν όλοι οι συγγραφείς ανά τους αιώνες να παίρνουν υποθετικά γεγονότα σαν θέμα αυτών που γράφουν, ή γεγονότα που συμβαίνουν στη Γη· αντί γι αυτό, θα πάρω ως κλίμακα των γεγονότων που θα γράψω ολόκληρο το Σύμπαν. Έτσι και τώρα, «αν είναι να πάρεις, πάρε», δηλαδή «όταν το γλεντάς, γλεντά το για καλά». |
1.32.Α |
Ο οποιοσδήποτε συγγραφέας μπορεί να γράφει σε κλίμακα γήινη, όμως εγώ δεν είμαι ο οποιοσδήποτε συγγραφέας! |
1.32.Α |
Πώς θα μπορούσα να περιοριστώ σ αυτό που, μιλώντας αντικειμενικά, είναι η «φτωχή μας Γη»; Όχι, μου είναι αδύνατο να πάρω σαν θέμα των έργων μου τα ίδια που παίρνουν και οι άλλοι συγγραφείς, γιατί στο κάτω-κάτω, πού ξέρεις, μπορεί να έχουν δίκιο οι σοφοί πνευματιστές, και αν το μάθαινε η γιαγιά μου, φανταζόσαστε τι θα της συνέβαινε, θα άρχιζαν να τρίζουν τα κόκαλά της· και καθώς έχω γίνει «άσσος» στο να βάζω τον εαυτό μου στη θέση του άλλου, το ξέρω πως αυτό το τρίξιμο θα ήταν σωστό νταβαντούρι. |
1.32-3.Α |
Όμως παρακαλώ, αναγνώστη μου, μην ανησυχείς, θα γράψω βέβαια και για τη Γη· αλλά θα γράψω με τέτοια αμερόληπτη διάθεση που αυτός ο σχετικά μικρός πλανήτης, μαζί με όσα έχει απάνω του, θα αντιστοιχεί στη θέση που πράγματι κατέχει, η οποία σύμφωνα ακόμα και με τη δική σου ορθή λογική, στην οποία βέβαια εκτελώ χρέη οδηγού, είναι αυτή που πρέπει να κατέχει μέσα στο Μεγάλο μας Σύμπαν. |
1.33.Α |
Το ίδιο και για τους «ήρωες»: θα χρειαστεί φυσικά να εμφανίσω «τύπους» διαφορετικούς από εκείνους που παρουσιάζουν και εκθειάζουν οι συγγραφείς όλων των τάξεων και όλων των εποχών — διαφορετικούς από τους Γιάννηδες και τους Γιαννάκηδες που είναι δημιουργήματα απροσεξίας και οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της προπαρασκευής τους, μέχρι να φθάσουν σ αυτό που λέγεται «υπεύθυνη ύπαρξη», δεν αποκτούν τίποτα απ όσα αρμόζουν σ ένα δημιούργημα που είναι κατ εικόνα του Θεού, δηλαδή τον άνθρωπο, αλλά αναπτύσσουν μέσα τους σιγά-σιγά, μέχρι την τελευταία τους πνοή, διάφορες «χάρες» σαν τη «λαγνεία», την «προχειρότητα», την «ερωτοτροπία», τη «μνησικακία» τη «δειλία», το «φθόνο» και άλλα τέτοια βίτσια ανάξια του ανθρώπου. |
1.33.Α |
Εγώ σκοπεύω να έχω στα γραπτά μου ήρωες του τύπου που ο καθένας θα πρέπει, θέλοντας και μη, να τους νιώσει με όλο του το είναι ως πραγματικούς, και για τους οποίους θα κρυσταλλωθεί αναπόφευκτα στον αναγνώστη η άποψη πως ο καθένας τους είναι όντως «κάποιος», και όχι «όποιος κι όποιος». |
1.33-4.Α |
Τις τελευταίες αυτές βδομάδες, ενώ ήμουν ακόμα στο κρεβάτι, με το σώμα μου πολύ εξαντλημένο, σκιαγραφώντας στη σκέψη μου την περίληψη των όσων πρόκειται να γράψω και μελετώντας τη μορφή και την αλληλουχία της έκθεσής τους, αποφάσισα να έχω για κύριο ήρωα της πρώτης σειράς… ξέρετε ποιον;… τον Μέγα Βεελζεβούλ αυτοπροσώπως. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι η εκλογή μου θα μπορούσε από την πρώτη κιόλας στιγμή να προκαλέσει στη σκέψη των περισσότερων αναγνωστών τέτοιες συνειρμικές ιδέες, που θα δημιουργούσαν μέσα τους κάθε λογής αυτόματες αντιφατικές παρορμήσεις, από τη δράση του συνόλου των στοιχείων που αναπόφευκτα σχηματίζονται στον ψυχισμό των ανθρώπων λόγω των ανώμαλα καθιερωμένων συνθηκών της εξωτερικής τους ζωής, στοιχεία που κρυσταλλώνονται μέσα τους εξαιτίας της περίφημης «θρησκευτικής ηθικής» που υπάρχει ριζωμένη στη ζωή τους και κατά συνέπεια θα πρέπει αναπόφευκτα να δημιουργείται μέσα τους μια ανεξήγητη εχθρότητα προς εμένα προσωπικά. |
1.34.Α |
Όμως, ξέρεις κάτι, αναγνώστη; |
1.34.Α |
Στην περίπτωση που αποφασίσεις, παρά την προειδοποίησή μου, να το ρισκάρεις και να συνεχίσεις την εξοικείωσή σου με τα γραπτά μου, και προσπαθήσεις να τα αφομοιώσεις, επιδιώκοντας πάντοτε να είσαι αμερόληπτος και να καταλάβεις το βάθος της ουσίας των ζητημάτων τα οποία αποφάσισα να διαφωτίσω — αν μάλιστα λάβω υπόψη μου και την παραξενιά που είναι έμφυτη στον ανθρώπινο ψυχισμό, σύμφωνα με την οποία το καλό δεν μπορεί να το αντιληφθεί κανείς χωρίς να αντιδράσει, παρά μόνο αν δημιουργηθεί μία «αμοιβαία» επαφή ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης — θέλω από τώρα να σου εξομολογηθώ, στα σοβαρά, τους συνειρμούς που είχα, βάσει των οποίων παγιώθηκαν στην αντίστοιχη σφαίρα της συνειδητότητάς μου τα στοιχεία που ώθησαν το σύνολο της ατομικότητάς μου να διαλέξει ως βασικό ήρωα των έργων μου ένα Άτομο όπως ο κ. ΒΕΕΛΖΕΒΟΥΛ, με όλα όσα Εκείνος αντιπροσωπεύει για σένα. |
1.34.Α |
Αυτό έχει και την πονηριά του. Η πονηριά συνίσταται απλούστατα στη λογική υπόθεση ότι αν του δώσω τόση σημασία, σίγουρα θα θελήσει — πράγμα για το οποίο δεν έχω πια λόγο να αμφιβάλλω — να μου δείξει την ευγνωμοσύνη του, βοηθώντας με με κάθε μέσο που διαθέτει σε όσα σκοπεύω να γράψω. |
1.34.Α |
Παρόλο που ο κ. Βεελζεβούλ είναι φτιαγμένος, όπως λένε, από «άλλη πάστα», πάντως εφόσον κι Αυτός επίσης μπορεί και σκέφτεται, και το πιο σημαντικό — όπως από παλιά γνωρίζω, χάρη στην πραγματεία του διάσημου Καθολικού μοναχού, του αδελφού Φουλόν — επειδή η ουρά του είναι σγουρή, άρα συμπεραίνω, σύμφωνα με την «τετράγωνη λογική» της χειρομαντείας, η οποία σχηματίστηκε στη συνείδησή μου από το διάβασμα βιβλίων, ότι, μια και το σγουρό, σύμφωνα με την εμπειρία μου, ποτέ δεν είναι φυσικό, αλλά μπορεί κανείς να το αποκτήσει μόνο κατόπιν επεξεργασίας, πρέπει και ο κ. Βεελζεβούλ να έχει αρκετή δόση ματαιοδοξίας… Πώς θα μπορούσε λοιπόν να μη βοηθήσει κάποιον που θα διαφημίσει το όνομά Του; |
1.35.Α |
Αυτό που λέει συχνά ο Ναστραντίν Χότζας, ο διάσημος και ασύγκριτος διδάσκαλός μας, έχει το νόημά του: |
1.35.Α |
«Αν δε λαδώσεις, όχι μόνο πουθενά δεν μπορείς να ζήσεις υποφερτά, αλλά ούτε και να αναπνεύσεις». |
1.35.Α |
Και κάποιος άλλος σοφός της Γης αυτής, ο Τιλ Οϊλενσπίγκελ, που κι αυτός οικοδόμησε τη σοφία του πάνω στη μεγάλη βλακεία των ανθρώπων, είχε εκφράσει την ίδια ιδέα με τα λόγια: |
1.35.Α |
«Αν δε λαδώσεις τις ρόδες, το κάρο δε φεύγει». |
1.35.Α |
Γνωρίζοντας αυτές και άλλες ακόμα παροιμίες της λαϊκής σοφίας, που σχηματίστηκαν με τους αιώνες της συλλογικής ζωής των ανθρώπων, αποφάσισα να «λαδώσω» ακριβώς τον κ. Βεελζεβούλ, που, όπως όλοι καταλαβαίνουν, διαθέτει άφθονα μέσα και πολλές γνώσεις. |
1.35.Α |
Αρκετά, φίλε μου!… Ας αφήσουμε τα αστεία, ακόμα και τα φιλοσοφικά. Φαίνεται πως, καθώς ξεφεύγεις συνέχεια από το θέμα σου, παραβίασες μία από τις πιο σημαντικές αρχές σου, που την έκανες βάση ενός συστήματος, με σκοπό να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου με το νέο σου επάγγελμα· την αρχή, δηλαδή, να μην ξεχνάς ποτέ πως η λειτουργία της σκέψης του σύγχρονου αναγνώστη είναι εξασθενημένη κι έτσι να μην τον κουράζεις, αναγκάζοντάς τον να συλλάβει πολλές ιδέες σε μικρό χρονικό διάστημα. |
1.35.Α |
Όταν ζήτησα από κάποιον απ όλους εκείνους που διαρκώς με περιτριγυρίζουν, με την ελπίδα ότι έτσι «θα μπουν στο παράδεισο με τα τσαρούχια», να διαβάσει φωναχτά όλα αυτά τα οποία έγραψα σε τούτο το εισαγωγικό κεφάλαιο, το λεγόμενο «Εγώ» μου — με τη συμμετοχή βέβαια όλων των συγκεκριμένων στοιχείων τα οποία σχηματίστηκαν στον ασυνήθιστο ψυχισμό μου κατά τα περασμένα χρόνια της ζωής μου και που μου επέτρεψαν μεταξύ άλλων να καταλαβαίνω τον ψυχισμό πλασμάτων όμοιών μου, έστω κι αν έχουν διαφορετικό τύπο — διαπίστωσε και αναγνώρισε σαφώς ότι αυτό το πρώτο κεφάλαιο θα προκαλέσει οπωσδήποτε στη συνολική παρουσία κάθε αναγνώστη, όποιος κι αν είναι, «κάτι» το οποίο θα δημιουργήσει αυτόματα μία ορισμένη εχθρότητα για μένα προσωπικά. |
1.35-6.Α |
Για να λέμε την αλήθεια, αυτό δεν είναι εκείνο που με ανησυχεί περισσότερο τούτη τη στιγμή, αλλά το ότι στο τέλος αυτής της ανάγνωσης διαπίστωσα επίσης ότι στο σύνολο αυτού του κεφαλαίου ολόκληρη η παρουσία μου, στην οποία το «Εγώ» που ανέφερα προηγουμένως δεν παίζει παρά ένα μικρό ρόλο, εκδηλώθηκε τελείως αντίθετα προς μία από τις εντολές του Παγκόσμιου Διδασκάλου, τον οποίο σέβομαι ιδιαίτερα, του Ναστραντίν Χότζα: «Ποτέ μη χώνεις το μπαστούνι σου σε μια σφηκοφωλιά». |
1.36.Α |
Όμως η ταραχή η οποία κυρίεψε το σύστημα που επηρεάζει τα συναισθήματά μου, όταν κατάλαβα πως ο αναγνώστης αναπόφευκτα θα νιώσει αντιπάθεια προς εμένα, υποχώρησε αμέσως μόλις θυμήθηκα το αρχαίο ρώσικο ρητό που λέει: «Δεν υπάρχει κακία που ο χρόνος να μην τη διαλύει». Τώρα όμως, όχι μόνο μ ενοχλεί η ταραχή που προκλήθηκε σ αυτό το σύστημα, όταν συνειδητοποίησα πως είχα παραβεί την εντολή του Ναστραντίν Χότζα, αλλά άρχισε και μία πολύ παράξενη διαδικασία στις δύο μου ψυχές, τις οποίες πρόσφατα ανακάλυψα, η οποία πήρε τη μορφή μιας ασυνήθιστης φαγούρας που αυξήθηκε σιγά-σιγά που και τώρα πια μου προκαλεί αφόρητους σχεδόν πόνους στην περιοχή λίγο πιο κάτω από το δεξί μέρος του «ηλιακού μου πλέγματος» που, και χωρίς αυτούς, ήδη υπερλειτουργεί. |
1.36.Α |
Μια στιγμή! Μια στιγμή!… Μου φαίνεται πως και η διαδικασία αυτή υποχωρεί, με την σειρά της, και ότι από τα βάθη της συνειδητότητάς μου — ας λέμε στο μεταξύ του «υποσυνειδήτου» μου — αρχίζουν να εμφανίζονται όλες οι προϋποθέσεις για να βεβαιωθώ ότι θα σταματήσει τελείως, διότι θυμήθηκα ένα άλλο δείγμα λαϊκής σοφίας, που με οδηγεί στη σκέψη ότι παρόλο που πραγματικά δεν άκουσα την συμβουλή του σεβαστού Ναστραντίν Χότζα, εντούτοις, χωρίς να το έχω προμελετήσει, συμπεριφέρθηκα σύμφωνα με το παράδειγμα το οποίο μου έδωσε κάποιος άλλος αξιαγάπητος τύπος, που η φήμη του δεν έχει απλωθεί παντού, κι όμως όταν κανείς τον συναντήσει, έστω και μια φορά, ποτέ δεν τον ξεχνά, ο ανεπανάλειπτος Καραμπέτ από την Τιφλίδα. |
1.36.Α |
Τελικά αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο έχει ήδη γίνει τόσο μεγάλο, που δεν πειράζει να το μεγαλώσω λίγο ακόμα, για να σας πω κάτι γι αυτόν τον εξαιρετικά συμπαθή Καραμπέτ από την Τιφλίδα. |
1.36-7.Α |
Πρώτα πρέπει να πω ότι ο σιδηροδρομικός σταθμός στη Τιφλίδα, πριν από σαράντα πέντε χρόνια, είχε μια σειρήνα που δούλευε με ατμό. |
1.37.Α |
Κάθε πρωί, το σφύριγμα της σειρήνας ξυπνούσε τους εργάτες του σιδηροδρόμου και τους υπαλλήλους της αποθήκης του σταθμού, και, καθώς ο σταθμός βρισκόταν ψηλά σ ένα λόφο, το σφύριγμα ακουγόταν σε όλη σχεδόν την πόλη και έτσι δεν ξυπνούσε μόνο τους εργάτες, αλλά και όλους τους κατοίκους της Τιφλίδας. |
1.37.Α |
Θυμάμαι μάλιστα πως οι δημοτικές αρχές της πόλης είχαν ανοίξει ολόκληρη αλληλογραφία με τη διοίκηση των σιδηροδρόμων, για το θέμα της διατάραξης του ύπνου των φιλήσυχων πολιτών. |
1.37.Α |
Τη σειρήνα την έβαζε σε λειτουργία κάθε πρωί τούτος ο Καραμπέτ, που ήταν τότε υπάλληλος στο σταθμό. |
1.37.Α |
Κάθε πρωί, πήγαινε μέχρι το σκοινί που ελευθέρωνε τον ατμό και έκανε τη σειρήνα να σφυρίζει, και πριν το τραβήξει, κουνώντας με σοβαρότητα από δω κι από κει τα χέρια του σαν Χότζας από τον μιναρέ, φώναζε δυνατά: |
1.37.Α |
«Η μάνα σου είναι… ο πατέρας σου είναι… ο παππούς σου είναι ο μεγαλύτερος… βρε που τα μάτια σου, τα αυτιά σου, η μύτη σου, το συκώτι σου, οι κάλοι σου, να…» και ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια, ξεστόμιζε πρώτα όλες τις βρισιές που ήξερε και μόνο τότε τράβαγε το σκοινί. |
1.37.Α |
Όταν άκουσα να μιλούν γι αυτόν τον Καραμπέτ και για τη συνήθειά του, πήγα να τον δω ένα βράδυ μετά τη δουλειά, μ ένα ασκί ωραίο κρασί της Καχετίας και, αφού κάναμε τις απαραίτητες εκεί «εθιμοτυπικές προπόσεις», τον ρώτησα, με το σωστό βέβαια τρόπο και με κάθε «φιλοφρόνηση», όπως συνηθίζουν στις σχέσεις τους εκεί, γιατί τα έκανε όλα αυτά. |
1.37.Α |
Κατέβασε πρώτα το ποτήρι του με μια γουλιά, και αφού τραγούδησε το ξακουστό τραγούδι που συνοδεύει πάντα κάθε οινοποσία στη Γεωργία: «Να φουσκώσουμε κι άλλο παιδιά», μου απάντησε με την ησυχία του: |
1.37-8.Α |
«Βλέπω πως πράγματι πίνεις το κρασί τίμια, όχι δηλαδή σαν τους ανθρώπους σήμερα που μόνο προσποιούνται. Αυτό μου δείχνει πως δεν θέλεις να μάθεις για τη συνήθειά μου από απλή περιέργεια, όπως οι μηχανικοί και οι τεχνικοί εδώ, αλλά έχεις αληθινή επιθυμία να μάθεις· επομένως θέλω, και το θεωρώ κιόλας καθήκον μου, να σου ομολογήσω ειλικρινά τις αιτίες που με οδήγησαν συνειδητά σ αυτές τις σκέψεις και που μου δημιούργησαν αυτή τη συνήθεια. |
1.38.Α |
∅ |
1.38.Α |
«Παλιότερα δούλευα νυχτερινός και καθάριζα τα καζάνια των ατμομηχανών· όταν όμως έφεραν τη σειρήνα, ο σταθμάρχης, προφανώς λόγω της ηλικίας μου και επειδή δεν άντεχα πια τη βαριά δουλειά στα καζάνια, μου όρισε σαν μόνη απασχόληση να έρχομαι πρωί και βράδυ, την ίδια ώρα ακριβώς, και να σφυρίζω τη σειρήνα. |
1.38.Α |
«Από την πρώτη εβδομάδα στη νέα μου δουλειά, παρατήρησα πως μόλις εκπλήρωνα την υποχρέωσή μου, άρχιζα να αισθάνομαι άσχημα για μια-δυο ώρες. Όταν όμως το περίεργο αυτό συναίσθημα μεγάλωνε, μέρα με τη μέρα, κι έγινε τελικά μία ενστικτώδης αδιαθεσία που μ έκανε να χάνω κάθε όρεξη, ακόμα και για “φασολάδα”, άρχισα να το σκέφτομαι και να το ξανασκέφτομαι, προσπαθώντας να βρω την αιτία. Όταν πήγαινα στη δουλειά μου και όταν γύριζα, το ζήτημα με απασχολούσε ιδιαίτερα έντονα, αλλά όσο και να προσπαθούσα δεν έβρισκα καμία εξήγηση, ούτε μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. |
1.38.Α |
«Για έξι ολόκληρους μήνες η κατάσταση συνεχιζόταν και, τελικά, αφού τα χέρια μου έβγαλαν κάλους τραβώντας το σκοινί, ξαφνικά κατάλαβα, τελείως τυχαία, γιατί ένιωθα εκείνη την αδιαθεσία. |
1.38.Α |
«Το σοκ που έγινε αφορμή για να το καταλάβω, και που είχε σαν αποτέλεσμα να σχηματιστεί μέσα μου η σχετική ακράδαντη πεποίθηση, ήταν κάποιο επιφώνημα που άκουσα τυχαία, κάτω από τις εξής περίεργες συνθήκες. |
1.38.Α |
«Ένα πρωί που δεν είχα κοιμηθεί καλά, επειδή το προηγούμενο βράδυ ήμουν στα βαφτίσια της ένατης κόρης του γείτονα, κι έπειτα πέρασα την υπόλοιπη νύχτα διαβάζοντας ένα σπάνιο και πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο «Όνειρα και Μαγεία» το οποίο βρέθηκε τυχαία στα χέρια μου, καθώς πήγαινα βιαστικά να σφυρίξω τη σειρήνα, είδα ξαφνικά στη γωνία κάποιο γνωστό μου νοσοκόμο της υγειονομικής υπηρεσίας της πόλης, και μου έκανε νόημα να σταματήσω. |
1.38-9.Α |
«Η δουλειά του φίλου μου του νοσοκόμου ήταν να διασχίζει την πόλη μ ένα βοηθό, σπρώχνοντας μια άμαξα, κατάλληλα διαμορφωμένη, και να πιάνει όλα τα αδέσποτα σκυλιά που δεν είχαν στα κολάρα τους τη μεταλλική πλάκα, την οποία έδινε η πόλη, με την καταβολή του φόρου για τους σκύλους. Τα σκυλιά τα πήγαινε στο σφαγείο, όπου τα κρατούσαν για δύο εβδομάδες και τα τάιζαν με αποφάγια. Αν, μέσα στο διάστημα αυτό, ο κύριός τους δεν τα αναζητούσε και δεν πλήρωνε το φόρο, οδηγούσαν τα σκυλιά με σοβαρότητα σ ένα διάδρομο, που τα πήγαινε κατευθείαν σ έναν ειδικό κλίβανο. |
1.39.Α |
«Μετά από λίγο, από την άλλη μεριά του καταπληκτικού αυτού και σωτήριου κλιβάνου, κυλούσε έξω, γουργουρίζοντας γοητευτικά, μία ποσότητα πεντακάθαρου και τέλεια διάφανου λίπους, το οποίο το έκαναν σαπούνι και ίσως και κάτι άλλο, βοηθώντας έτσι τα οικονομικά του δήμου, και με έναν άλλο θόρυβο, εξίσου γοητευτικό, έβγαινε σε λίγο και μία μεγάλη ποσότητα από κάποια άλλη ουσία που ήταν ό,τι πρέπει για λίπασμα. |
1.39.Α |
«Ο φίλος μου ο νοσοκόμος έπιανε τα σκυλιά με μια πολύ απλή μέθοδο, ιδιαίτερα αριστοτεχνική. |
1.39.Α |
«Είχε προμηθευτεί ένα παλιό δίχτυ για ψάρεμα, μεγάλων διαστάσεων, που το κουβαλούσε στον ώμο του, διπλωμένο μ έναν ορισμένο τρόπο· όταν έβγαινε για «αποστολή» στις φτωχογειτονιές της πόλης για το καλό της ανθρωπότητας, και μόλις έπεφτε στη σφαίρα αντίληψης του φοβερού ματιού του ένας σκύλος ο οποίος δεν είχε «διαβατήριο», τον πλησίαζε χωρίς βιασύνη, μαλακά σαν πάνθηρας, πήγαινε μουλωχτά κοντά του, και όταν ο σκύλος έδειχνε ενδιαφέρον για κάποιο πράγμα και ξεχνιόταν, έβρισκε ευκαιρία, του έριχνε το δίχτυ, τον έπιανε, και, σε λίγο, φέρνοντας την άμαξα κοντά, τον ξετύλιγε έτσι ώστε να πέσει σ ένα κλουβί που υπήρχε επάνω της. |
1.39.Α |
«Τη στιγμή που ο φίλος μου ο νοσοκόμος μου έγνεφε να σταματήσω, φαίνεται πως περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να πιάσει με το δίχτυ το επόμενό του θύμα, που στεκόταν και κουνούσε την ουρά του κοιτώντας μια σκύλα. Τη στιγμή όμως που πήγαινε να ρίξει το δίχτυ, χτύπησε ξαφνικά η καμπάνα μιας γειτονικής εκκλησίας για την πρωινή λειτουργία. Με τον ξαφνικό χτύπο, μέσα στην ησυχία του πρωινού, ο σκύλος φοβήθηκε και, πηδώντας στο πλάι, έγινε καπνός, τρέχοντας στον έρημο δρόμο σαν τρελός. |
1.39-40.Α |
«Τότε ο νοσοκόμος, φοβερά εκνευρισμένος, πέταξε το δίχτυ στο πεζοδρόμιο και, φτύνοντας πάνω απ τον αριστερό του ώμο, φώναξε: |
1.40.Α |
“Διάβολε! Τώρα βρήκε να χτυπήσει!” |
1.40.Α |
«Μόλις έφτασε το επιφώνημα του νοσοκόμου μέχρι τη συσκευή της νόησής μου, άρχισαν να τριγυρνούν εκεί διάφορες σκέψεις που με οδήγησαν τελικά, όπως νομίζω, να καταλάβω σωστά την αιτία για την οποία ένιωθα μέσα μου αυτή την ενστικτώδη αδιαθεσία. |
1.40.Α |
«Τη στιγμή που το κατάλαβα θύμωσα με τον εαυτό μου, γιατί δε μου είχε έρθει νωρίτερα αυτή η απλή και ξεκάθαρη ιδέα. |
1.40.Α |
«Αισθάνθηκα με όλο μου το είναι, πως οι επιπτώσεις που είχε η δουλειά μου στη ζωή του τόπου δεν θα μπορούσαν να είχαν διαφορετικό αποτέλεσμα για μένα από εκείνο το αίσθημα που κυριαρχούσε στην παρουσία μου εδώ κι έξι μήνες. |
1.40.Α |
«Πραγματικά, όποιος ξυπνάει από το σαματά που κάνω με τη σειρήνα και διακόπτει τον γλυκό πρωινό του ύπνο, δεν μπορεί παρά να βρίζει, με κάθε βρισιά που υπάρχει, εμένα προσωπικά, μια και είμαι η αιτία αυτής της φοβερής κακοφωνίας, και έτσι οπωσδήποτε συρρέουν από παντού κακόβουλες δονήσεις κάθε είδους. |
1.40.Α |
«Το σημαντικό εκείνο πρωινό, αφού εκπλήρωσα τα καθήκοντά μου, πήγα και κάθησα, αδιάθετος όπως πάντα, στο καπηλειό εκεί κοντά. Τρώγοντας τη σούπα μου, συνέχισα να σκέφτομαι και έφτασα στο συμπέρασμα ότι αν έβριζα προκαταβολικά όλους εκείνους τους οποίους φαινόταν να ενοχλεί η υπηρεσία που προσέφερα σε μερικούς από αυτούς, σύμφωνα με την εξήγηση που έδινε το βιβλίο το οποίο είχα διαβάσει το προηγούμενο βράδυ, όσο και να με έβριζαν όλοι εκείνοι που βρίσκονταν στη “σφαίρα της ηλιθιότητας”, δηλαδή μισοκοιμισμένοι και μισονυσταγμένοι, δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα επάνω μου. |
1.40.Α |
«Και πραγματικά, από τότε που άρχισα κι εγώ να κάνω το ίδιο, ποτέ δεν αισθάνομαι πια εκείνη την ενστικτώδη αδιαθεσία». |
1.40.Α |
Τώρα όμως, υπομονετικέ αναγνώστη, πρέπει οπωσδήποτε να τελειώνω μ αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο. Το μόνο που μένει είναι η υπογραφή. |
1.40.Α |
Αυτός που… |
1.40-1.Α |
Στοπ! Δεν καταλαβαίνεις! Η υπογραφή δεν είναι αστείο πράγμα· θυμήσου πως σε κάποια χώρα στην Κεντρική Ευρώπη σε έβαλαν να πληρώνεις νοίκι επί δέκα χρόνια για κάποιο σπίτι όπου δεν έμεινες ούτε τρεις μήνες, μόνο και μόνο επειδή είχες υπογράψει ένα χαρτί το οποίο έλεγε πως θα ανανέωνες το συμβόλαιό σου κάθε χρόνο. |
1.41.Α |
Φυσικά, μετά από αυτήν και άλλες τέτοιες εμπειρίες, πρέπει να είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός με την υπογραφή μου. |
1.41.Α |
Πολύ καλά λοιπόν. |
1.41.Α |
Αυτός που στα παιδικά του χρόνια τον έλεγαν «Τατάχ», όταν ήταν νεαρός «Αράπη», αργότερα «Μαύρο Έλληνα», στα χρόνια της ωριμότητάς του «Τίγρη του Τουρκεστάν», και ο οποίος σήμερα δεν είναι όποιος κι όποιος, αλλά ο γνήσιος «Κύριος» ή «Μίστερ» Γκουρτζίεφ, ή ο ανιψιός του «Πρίγκηπα Μουχράνσκι», ή, τέλος, απλούστατα: Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ |
1.41.Α |
∅ |
1.41.Α |
∅ |