Study of Beelzebub's Tales

Κεφάλαιο.Σελίδα.Τόμος

Καραμπέτ

 

1 Η αφύπνιση της σκέψης

1.36.Α

Μια στιγμή! Μια στιγμή!… Μου φαίνεται πως και η διαδικασία αυτή υποχωρεί, με την σειρά της, και ότι από τα βάθη της συνειδητότητάς μου — ας λέμε στο μεταξύ του «υποσυνειδήτου» μου — αρχίζουν να εμφανίζονται όλες οι προϋποθέσεις για να βεβαιωθώ ότι θα σταματήσει τελείως, διότι θυμήθηκα ένα άλλο δείγμα λαϊκής σοφίας, που με οδηγεί στη σκέψη ότι παρόλο που πραγματικά δεν άκουσα την συμβουλή του σεβαστού Ναστραντίν Χότζα, εντούτοις, χωρίς να το έχω προμελετήσει, συμπεριφέρθηκα σύμφωνα με το παράδειγμα το οποίο μου έδωσε κάποιος άλλος αξιαγάπητος τύπος, που η φήμη του δεν έχει απλωθεί παντού, κι όμως όταν κανείς τον συναντήσει, έστω και μια φορά, ποτέ δεν τον ξεχνά, ο ανεπανάλειπτος Καραμπέτ από την Τιφλίδα.

1.36.Α

Τελικά αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο έχει ήδη γίνει τόσο μεγάλο, που δεν πειράζει να το μεγαλώσω λίγο ακόμα, για να σας πω κάτι γι’ αυτόν τον εξαιρετικά συμπαθή Καραμπέτ από την Τιφλίδα.

1.36-7.Α

Πρώτα πρέπει να πω ότι ο σιδηροδρομικός σταθμός στη Τιφλίδα, πριν από σαράντα πέντε χρόνια, είχε μια σειρήνα που δούλευε με ατμό.

1.37.Α

Κάθε πρωί, το σφύριγμα της σειρήνας ξυπνούσε τους εργάτες του σιδηροδρόμου και τους υπαλλήλους της αποθήκης του σταθμού, και, καθώς ο σταθμός βρισκόταν ψηλά σ’ ένα λόφο, το σφύριγμα ακουγόταν σε όλη σχεδόν την πόλη και έτσι δεν ξυπνούσε μόνο τους εργάτες, αλλά και όλους τους κατοίκους της Τιφλίδας.

1.37.Α

Θυμάμαι μάλιστα πως οι δημοτικές αρχές της πόλης είχαν ανοίξει ολόκληρη αλληλογραφία με τη διοίκηση των σιδηροδρόμων, για το θέμα της διατάραξης του ύπνου των φιλήσυχων πολιτών.

1.37.Α

Τη σειρήνα την έβαζε σε λειτουργία κάθε πρωί τούτος ο Καραμπέτ, που ήταν τότε υπάλληλος στο σταθμό.

1.37.Α

Κάθε πρωί, πήγαινε μέχρι το σκοινί που ελευθέρωνε τον ατμό και έκανε τη σειρήνα να σφυρίζει, και πριν το τραβήξει, κουνώντας με σοβαρότητα από δω κι από κει τα χέρια του σαν Χότζας από τον μιναρέ, φώναζε δυνατά:

1.37.Α

«Η μάνα σου είναι… ο πατέρας σου είναι… ο παππούς σου είναι ο μεγαλύτερος… βρε που τα μάτια σου, τα αυτιά σου, η μύτη σου, το συκώτι σου, οι κάλοι σου, να…» και ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια, ξεστόμιζε πρώτα όλες τις βρισιές που ήξερε και μόνο τότε τράβαγε το σκοινί.

1.37.Α

Όταν άκουσα να μιλούν γι’ αυτόν τον Καραμπέτ και για τη συνήθειά του, πήγα να τον δω ένα βράδυ μετά τη δουλειά, μ’ ένα ασκί ωραίο κρασί της Καχετίας και, αφού κάναμε τις απαραίτητες εκεί «εθιμοτυπικές προπόσεις», τον ρώτησα, με το σωστό βέβαια τρόπο και με κάθε «φιλοφρόνηση», όπως συνηθίζουν στις σχέσεις τους εκεί, γιατί τα έκανε όλα αυτά.

1.37-8.Α

«Βλέπω πως πράγματι πίνεις το κρασί τίμια, όχι δηλαδή σαν τους ανθρώπους σήμερα που μόνο προσποιούνται. Αυτό μου δείχνει πως δεν θέλεις να μάθεις για τη συνήθειά μου από απλή περιέργεια, όπως οι μηχανικοί και οι τεχνικοί εδώ, αλλά έχεις αληθινή επιθυμία να μάθεις· επομένως θέλω, και το θεωρώ κιόλας καθήκον μου, να σου ομολογήσω ειλικρινά τις αιτίες που με οδήγησαν συνειδητά σ’ αυτές τις σκέψεις και που μου δημιούργησαν αυτή τη συνήθεια.

1.38.Α

«Παλιότερα δούλευα νυχτερινός και καθάριζα τα καζάνια των ατμομηχανών· όταν όμως έφεραν τη σειρήνα, ο σταθμάρχης, προφανώς λόγω της ηλικίας μου και επειδή δεν άντεχα πια τη βαριά δουλειά στα καζάνια, μου όρισε σαν μόνη απασχόληση να έρχομαι πρωί και βράδυ, την ίδια ώρα ακριβώς, και να σφυρίζω τη σειρήνα.

1.38.Α

«Από την πρώτη εβδομάδα στη νέα μου δουλειά, παρατήρησα πως μόλις εκπλήρωνα την υποχρέωσή μου, άρχιζα να αισθάνομαι άσχημα για μια-δυο ώρες. Όταν όμως το περίεργο αυτό συναίσθημα μεγάλωνε, μέρα με τη μέρα, κι έγινε τελικά μία ενστικτώδης αδιαθεσία που μ’ έκανε να χάνω κάθε όρεξη, ακόμα και για “φασολάδα”, άρχισα να το σκέφτομαι και να το ξανασκέφτομαι, προσπαθώντας να βρω την αιτία. Όταν πήγαινα στη δουλειά μου και όταν γύριζα, το ζήτημα με απασχολούσε ιδιαίτερα έντονα, αλλά όσο και να προσπαθούσα δεν έβρισκα καμία εξήγηση, ούτε μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε.

1.38.Α

«Για έξι ολόκληρους μήνες η κατάσταση συνεχιζόταν και, τελικά, αφού τα χέρια μου έβγαλαν κάλους τραβώντας το σκοινί, ξαφνικά κατάλαβα, τελείως τυχαία, γιατί ένιωθα εκείνη την αδιαθεσία.

1.38.Α

«Το σοκ που έγινε αφορμή για να το καταλάβω, και που είχε σαν αποτέλεσμα να σχηματιστεί μέσα μου η σχετική ακράδαντη πεποίθηση, ήταν κάποιο επιφώνημα που άκουσα τυχαία, κάτω από τις εξής περίεργες συνθήκες.

1.38.Α

«Ένα πρωί που δεν είχα κοιμηθεί καλά, επειδή το προηγούμενο βράδυ ήμουν στα βαφτίσια της ένατης κόρης του γείτονα, κι έπειτα πέρασα την υπόλοιπη νύχτα διαβάζοντας ένα σπάνιο και πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο «Όνειρα και Μαγεία» το οποίο βρέθηκε τυχαία στα χέρια μου, καθώς πήγαινα βιαστικά να σφυρίξω τη σειρήνα, είδα ξαφνικά στη γωνία κάποιο γνωστό μου νοσοκόμο της υγειονομικής υπηρεσίας της πόλης, και μου έκανε νόημα να σταματήσω.

1.38-9.Α

«Η δουλειά του φίλου μου του νοσοκόμου ήταν να διασχίζει την πόλη μ’ ένα βοηθό, σπρώχνοντας μια άμαξα, κατάλληλα διαμορφωμένη, και να πιάνει όλα τα αδέσποτα σκυλιά που δεν είχαν στα κολάρα τους τη μεταλλική πλάκα, την οποία έδινε η πόλη, με την καταβολή του φόρου για τους σκύλους. Τα σκυλιά τα πήγαινε στο σφαγείο, όπου τα κρατούσαν για δύο εβδομάδες και τα τάιζαν με αποφάγια. Αν, μέσα στο διάστημα αυτό, ο κύριός τους δεν τα αναζητούσε και δεν πλήρωνε το φόρο, οδηγούσαν τα σκυλιά με σοβαρότητα σ’ ένα διάδρομο, που τα πήγαινε κατευθείαν σ’ έναν ειδικό κλίβανο.

1.39.Α

«Μετά από λίγο, από την άλλη μεριά του καταπληκτικού αυτού και σωτήριου κλιβάνου, κυλούσε έξω, γουργουρίζοντας γοητευτικά, μία ποσότητα πεντακάθαρου και τέλεια διάφανου λίπους, το οποίο το έκαναν σαπούνι και ίσως και κάτι άλλο, βοηθώντας έτσι τα οικονομικά του δήμου, και με έναν άλλο θόρυβο, εξίσου γοητευτικό, έβγαινε σε λίγο και μία μεγάλη ποσότητα από κάποια άλλη ουσία που ήταν ό,τι πρέπει για λίπασμα.

1.39.Α

«Ο φίλος μου ο νοσοκόμος έπιανε τα σκυλιά με μια πολύ απλή μέθοδο, ιδιαίτερα αριστοτεχνική.

1.39.Α

«Είχε προμηθευτεί ένα παλιό δίχτυ για ψάρεμα, μεγάλων διαστάσεων, που το κουβαλούσε στον ώμο του, διπλωμένο μ’ έναν ορισμένο τρόπο· όταν έβγαινε για «αποστολή» στις φτωχογειτονιές της πόλης για το καλό της ανθρωπότητας, και μόλις έπεφτε στη σφαίρα αντίληψης του φοβερού ματιού του ένας σκύλος ο οποίος δεν είχε «διαβατήριο», τον πλησίαζε χωρίς βιασύνη, μαλακά σαν πάνθηρας, πήγαινε μουλωχτά κοντά του, και όταν ο σκύλος έδειχνε ενδιαφέρον για κάποιο πράγμα και ξεχνιόταν, έβρισκε ευκαιρία, του έριχνε το δίχτυ, τον έπιανε, και, σε λίγο, φέρνοντας την άμαξα κοντά, τον ξετύλιγε έτσι ώστε να πέσει σ’ ένα κλουβί που υπήρχε επάνω της.

1.39.Α

«Τη στιγμή που ο φίλος μου ο νοσοκόμος μου έγνεφε να σταματήσω, φαίνεται πως περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να πιάσει με το δίχτυ το επόμενό του θύμα, που στεκόταν και κουνούσε την ουρά του κοιτώντας μια σκύλα. Τη στιγμή όμως που πήγαινε να ρίξει το δίχτυ, χτύπησε ξαφνικά η καμπάνα μιας γειτονικής εκκλησίας για την πρωινή λειτουργία. Με τον ξαφνικό χτύπο, μέσα στην ησυχία του πρωινού, ο σκύλος φοβήθηκε και, πηδώντας στο πλάι, έγινε καπνός, τρέχοντας στον έρημο δρόμο σαν τρελός.

1.39-40.Α

«Τότε ο νοσοκόμος, φοβερά εκνευρισμένος, πέταξε το δίχτυ στο πεζοδρόμιο και, φτύνοντας πάνω απ’ τον αριστερό του ώμο, φώναξε:

1.40.Α

“Διάβολε! Τώρα βρήκε να χτυπήσει!”

1.40.Α

«Μόλις έφτασε το επιφώνημα του νοσοκόμου μέχρι τη συσκευή της νόησής μου, άρχισαν να τριγυρνούν εκεί διάφορες σκέψεις που με οδήγησαν τελικά, όπως νομίζω, να καταλάβω σωστά την αιτία για την οποία ένιωθα μέσα μου αυτή την ενστικτώδη αδιαθεσία.

1.40.Α

«Τη στιγμή που το κατάλαβα θύμωσα με τον εαυτό μου, γιατί δε μου είχε έρθει νωρίτερα αυτή η απλή και ξεκάθαρη ιδέα.

1.40.Α

«Αισθάνθηκα με όλο μου το είναι, πως οι επιπτώσεις που είχε η δουλειά μου στη ζωή του τόπου δεν θα μπορούσαν να είχαν διαφορετικό αποτέλεσμα για μένα από εκείνο το αίσθημα που κυριαρχούσε στην παρουσία μου εδώ κι έξι μήνες.

1.40.Α

«Πραγματικά, όποιος ξυπνάει από το σαματά που κάνω με τη σειρήνα και διακόπτει τον γλυκό πρωινό του ύπνο, δεν μπορεί παρά να βρίζει, με κάθε βρισιά που υπάρχει, εμένα προσωπικά, μια και είμαι η αιτία αυτής της φοβερής κακοφωνίας, και έτσι οπωσδήποτε συρρέουν από παντού κακόβουλες δονήσεις κάθε είδους.

1.40.Α

«Το σημαντικό εκείνο πρωινό, αφού εκπλήρωσα τα καθήκοντά μου, πήγα και κάθησα, αδιάθετος όπως πάντα, στο καπηλειό εκεί κοντά. Τρώγοντας τη σούπα μου, συνέχισα να σκέφτομαι και έφτασα στο συμπέρασμα ότι αν έβριζα προκαταβολικά όλους εκείνους τους οποίους φαινόταν να ενοχλεί η υπηρεσία που προσέφερα σε μερικούς από αυτούς, σύμφωνα με την εξήγηση που έδινε το βιβλίο το οποίο είχα διαβάσει το προηγούμενο βράδυ, όσο και να με έβριζαν όλοι εκείνοι που βρίσκονταν στη “σφαίρα της ηλιθιότητας”, δηλαδή μισοκοιμισμένοι και μισονυσταγμένοι, δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα επάνω μου.

1.40.Α

«Και πραγματικά, από τότε που άρχισα κι εγώ να κάνω το ίδιο, ποτέ δεν αισθάνομαι πια εκείνη την ενστικτώδη αδιαθεσία».