Study of Beelzebub's Tales

Κεφάλαιο.Σελίδα.Τόμος

Μένιτκελ

 

23 Τέταρτη προσωπική επίσκεψη του Βεελζεβούλ στον πλανήτη Γη

23.238.Α

Θυμάμαι πολύ καλά τον πρώτο «αναβρασμό των πνευμάτων» για το θέμα της καταγωγής των πιθήκων, τον καιρό που «κέντρο του πολιτισμού» τους, κατά την αγαπημένη τους έκφραση, ήταν η χώρα Τικλιαμουίς.

Αυτός ο «αναβρασμός των πνευμάτων» προκλήθηκε από τις «σοφιστείες» κάποιου σοφού της νέας φουρνιάς, κάποιου Μένιτκελ.

23.238.Α

Αυτός ο Μένιτκελ έγινε σοφός, πρώτον γιατί η άτεκνη θεία του ήταν, όπως λένε, μεγάλη «προξενήτρα» και είχε στενές σχέσεις με όντα «ισχυρά»· και δεύτερον επειδή όταν έφτασε στην ηλικία που ήταν πια στο κατώφλι να γίνει υπεύθυνο όν, του έκαναν δώρο για τα γενέθλιά του ένα βιβλίο με τίτλο: «Εγχειρίδιο Καλών Τρόπων και Ερωτικής Αλληλογραφίας». Με την οικονομική ανεξαρτησία που του εξασφάλιζε η κληρονομιά του θείου του, που ήταν πρώην ιδιοκτήτης ενεχειροδανειστηρίου, και με την ελευθερία που απέκτησε έτσι, κάθησε από ανία και έγραψε ένα χοντρό επιστημονικό βιβλίο, «μαγειρεύοντας» ολόκληρη θεωρία για την καταγωγή των πιθήκων και χρησιμοποιώντας διάφορες «λογικές αποδείξεις», τέτοιες όμως «λογικές αποδείξεις» που μόνο στο νου των ιδιόρρυθμων όντων που σ’ ενδιαφέρουν μπορούν να συλληφθούν και να κρυσταλλωθούν.

23.238-9.Α

Αυτός ο Μένιτκελ «αποδείκνυε» με τις θεωρίες του ότι οι «κουμπάροι τους οι πίθηκοι» κατάγονταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, από αυτό που ονομάζουν «ανθρώπους που ξαναγύρισαν στην άγρια κατάσταση».

Τα άλλα γήινα όντα της εποχής εκείνης, με την ευπιστία που τους χαρακτήριζε πια, πίστεψαν στα τυφλά, χωρίς καμιά «κριτική ουσίας», αυτό το «ανηψάκι της θείας του»· και το ζήτημα που αναστάτωνε τον παράδοξο «νου» των ευνοουμένων σου έγινε στη συνέχεια αντικείμενο φαντασιώσεων και τσακωμών, και παρέμεινε τέτοιο ως την έβδομη «μεγάλη περιοδική πλανητική διαδικασία αμοιβαίας καταστροφής».

23.239.Α

Η ολέθρια αυτή ιδέα παγίωσε επίσης στο ένστικτο των περισσότερων από αυτούς τους δυστυχισμένους «έναν τυραννικό παράγοντα» αφύσικο, που προξένησε στη συνολική τους παρουσία το απατηλό συναίσθημα ότι εκείνα τα όντα-πίθηκοι ήταν όντα ιερά. Ο ανώμαλος παράγοντας της βέβηλης αυτής παρόρμησης, περνώντας κληρονομικά από γενιά σε γενιά, επηρεάζει ακόμα και σήμερα το ένστικτο πάρα πολλών όντων.

23.239.Α

Όσο για την ιδέα την ίδια — ιδέα ψεύτικη, που την εισήγαγε εκεί κάτω εκείνο το «βλαστάρι του ενεχειροδανειστηρίου» — αυτή διατηρήθηκε δύο σχεδόν αιώνες δικούς τους και έγινε ένα με το «νου» των περισσοτέρων τους· άρχισε να εξαλείφεται σιγά-σιγά, μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως από την παρουσία τους, αποκλειστικά και μόνο χάρη σε διάφορα συμβάντα που προέρχονταν από την έβδομη γενική πλανητική διαδικασία αμοιβαίας καταστροφής, που κράτησε σχεδόν μισό αιώνα.

23.239.Α

Όταν όμως η ήπειρος που ονομάζεται «Ευρώπη» έγινε κέντρο του πολιτισμού τους, και ξαναήρθε εκεί κάτω η ώρα να εκδηλωθεί η παράδοξη αρρώστια τους, η «σοφιστεία», στη μέγιστη έντασή της — αφού από πολύν καιρό είχε πια υποταχθεί στο θεμελιώδη κοσμικό νόμο του Επταπαραπαρσινόχ, σύμφωνα με τον οποίο οι μεταβολές της έντασή της έπρεπε κι αυτές να ανταποκρίνονται σε μια ορισμένη περιοδικότητα — αυτό το «ζήτημα των πιθήκων», δηλαδή «ποιος κατάγεται από ποιον», ξαναεμφανίστηκε, προς μεγάλη λύπη των τρίμυαλων όντων ολόκληρου του Σύμπαντος, και, αφού κρυσταλλώθηκε, ξανάγινε ένα με τον αφύσικο «νου» των ευνοουμένων σου.

23.239-40.Α

Το «ζήτημα των πιθήκων» ξεπήδησε κι αυτή τη φορά από τις παρορμήσεις ενός σοφού όντος, «σπουδαίου» επίσης βέβαια, αλλά σοφού της «πολύ νέας φουρνιάς», που ονομαζόταν Δαρβίνος.

Κι ο «μέγας» αυτός σοφός, βασίζοντας, όπως πάντα, τη θεωρία του στη δική τους «λογική», βάλθηκε να «αποδείξει» ακριβώς το αντίθετο από αυτό που είχε αποδείξει ο Μένιτκελ, ότι δηλαδή αυτοί οι ίδιοι ήταν που κατάγονταν από τους Κυρίους Πιθήκους.

23.240.Α

Ως προς την αντικειμενική πραγματικότητα των δύο θεωριών εκείνων των γήινων «μεγάλων σοφών», θυμήθηκα ένα σοφό απόφθεγμα του σεβάσμιου Ναστραντίν Χότζα:

23.240.Α

«Η τύχη χαμογέλασε και στους δύο, αφού κατόρθωσαν να βρουν την πραγματική νονά της ασύγκριτης Σεχραζάντ μέσα σ’ έναν σωρό χωνεμένης κοπριάς».