Κεφάλαιο.Σελίδα.Τόμος | Ταντούρι |
---|---|
42 Ο Βεελζεβούλ στην Αμερική |
|
42.180.Γ |
Κάθε τσιγγάνικη οικογένεια έχει επίσης ένα «Ταντούρι», ένα σκάμμα δηλαδή στο χώμα, με χαρακτηριστικό σχήμα, πολύ συνηθισμένο στην Ασία, που τους χρησιμεύει για φούρνος και μέσα του ψήνουν το ψωμί και μαγειρεύουν τα φαγητά τους. |
42.180.Γ |
Μέσα στο «Ταντούρι» καίνε κατά προτίμηση «Κιζιάκ», ένα είδος καύσιμης ύλης με βάση τα περιττώματα τετραπόδων ζώων. |
42.180.Γ |
Η τελετουργία αρχίζει έτσι: Όταν όλη η οικογένεια των Τσιγγάνων μαζευτεί το βράδυ στο σπίτι, η πρώτη φροντίδα καθενός τους είναι να βγάλει τα ρούχα του και να τα τινάξει μέσα στο Ταντούρι. |
42.180.Γ |
Μέσα στο Ταντούρι, κάνει σχεδόν πάντα πολλή ζέστη, επειδή η κοπριά καίγεται πολύ αργά, και η στάχτη που σχηματίζεται γύρω από το «Κιζιάκ» διατηρεί για πολύ τη φωτιά. |
42.180.Γ |
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί πως όταν αυτοί οι Τσιγγάνοι τινάζουν τα ρούχα τους μέσα στο «Ταντούρι», συμβαίνει ένα από τα πιο παράξενα φαινόμενα: οι ψείρες που κυκλοφορούν στα ρούχα πηδούν και, πέφτοντας στη φωτιά, σκάνε πριν καούν. Οι ήχοι λοιπόν που παράγονται όταν σκάνε οι ψείρες αυτές, ποικίλων διαστάσεων, συνθέτουν στο σύνολό τους μια εκπληκτική «μουσική συμφωνία». |
42.181.Γ |
Πρώτα απ όλα, τοποθετούν με επισημότητα μέσα στο Ταντούρι, ακολουθώντας ένα ορισμένο τυπικό, το ιερό σκαμνάνι της οικογένειας· έπειτα, ο καθένας με τη σειρά του, από τους γεροντότερους μέχρι τους πιο νέους, πηγαίνουν να σταθούν επάνω του. |
42.181.Γ |
Το ιερό σκαμνί αποτελείται από μια απλή σανίδα, αρκετά στενή, η οποία στηρίζεται σε τέσσερα σιδερένια πόδια. Έτσι μπορούν να στέκονται όρθιοι μέσα στο Ταντούρι, χωρίς να καίνε τα πόδια τους στις ζεστές στάχτες. |
42.181.Γ |
Μόλις ένα μέλος της οικογένειας πάρει τη θέση του μέσα στο Ταντούρι, όλα τα υπόλοιπα ψάλλουν μια ιερή ψαλμωδία, ενώ αυτός που στέκεται στο σκαμνί, λυγίζοντας τα γόνατα του, χαμηλώνει και υψώνεται αργά-αργά με σοβαρότητα, καθώς απαγγέλει μια προσευχή — αυτό γίνεται μέχρι να αισθανθεί σε όλα τα μέρη των γεννητικών του οργάνων το κάψιμο απ το Ταντούρι. |